Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Η Σωτηριολογία του Λουθήρου - Επιλογος Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Θεολογικής Σχολης Α.Π.Θ




 
       Από την όλη έρευνα του θέματός μας προέκυψε, νομίζουμε, με σαφήνεια ότι ο Λούθηρος διαμόρφωσε και εισηγήθηκε μια νέα διαδικασία για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η διδασκαλία αυτή, ενώ είναι κατά βάθος διαμετρικά αντίθετη προς την αντίστοιχη ρωμαιοκαθολική διδασκαλία, δε θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
      Η έρευνα στη σωτηριολογία του Λουθήρου περνά απαραίτητα μέσα από την ανθρωπολογική διδασκαλία του. Ο άνθρωπος μετά την πτώση είναι κατά το Λούθηρο πλήρως και βαθιά διεφθαρμένος, δεν έχει πλέον ελεύθερη αλλά δούλη και διεστραμμένη λογική και θέληση. Τούτο σημαίνει ότι ο μεταπτωτικός άνθρωπος αδυνατεί ν' αποφασίσει ό,τι σχετίζεται με τη σωτηρία του, η οποία αποτελεί έργο αποκλειστικώς της αμετάβλητης θελήσεως του Θεού. Στην αμετάβλητη αυτή θέληση του Θεού θεμελιώνεται ο απόλυτος διπλός προορισμός. Η άποψη αυτή του Λουθήρου για τις ανθρωπολογικές συνέπειες της προπατορικής αμαρτίας δε συμπίπτει καθόλου με την αντίστοιχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία περιορίζει τις οντολογικές συνέπειες της πτώσεως στην αμαύρωση του κατ' εικόνα. Αλλά το αμαυρωμένο κατ' εικόνα και ακόμη ειδικότερα το αμαυρωμένο αυτεξούσιο του ανθρώπου έχει προσδιοριστική σημασία για την όλη μεταπτωτική πορεία του ανθρώπου, επειδή χάρη σ' αυτό ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει ή να μην επιλέξει τη σωτηρία του.
       Η θεία χάρη, η πίστη στο Χριστό, ο λόγος του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας στη θεολογική σκέψη του Λουθήρου αποτελούν την αδιαίρετη εκείνη ενότητα των θεμελιωδών παραγόντων, που προσδιορίζουν την παρεχόμενη από το Θεό σωτηρία.
       Ειδικότερα θεωρώντας ο Λούθηρος τη σωτηρία του ανθρώπου ως αποκλειστικό έργο του Θεού τη συνδέει καταρχήν με τη χάρη του Θεού. Επιτιθέμενος μάλιστα εναντίον του κτιστού χαρακτήρα της θείας χάριτος, που υποστήριζαν οι Σχολαστικοί, φαίνεται να υποστηρίζει έμμεσα τον άκτιστο χαρακτήρα της. Παρά ταύτα δεν κατορθώνει ν' αποδεσμευτεί εξολοκλήρου από τις θεολογικές προϋποθέσεις του Σχολαστικισμού και ταυτίζει την άκτιστη θεία ουσία με την άκτιστη ενέργεια και χάρη του Θεού.
       Η πίστη στο Χριστό αποτελεί τον πυρήνα της σωτηριολογίας του Λουθήρου. Όλα όσα αφορούν τη σωτηρία εξαρτώνται από την πίστη στο Χριστό και μόνον από αυτήν. Το sola fide αποτελεί το κριτήριο της διδασκαλίας του Λουθήρου για τη σωτηρία του ανθρώπου. Κατά την ανάπτυξη της διδασκαλίας του για τη δικαίωση του ανθρώπου με μόνη την πίστη ο Λούθηρος εμφανίζεται άλλοτε να εξαρτάται από τη δικαιική σκέψη της σχολαστικής θεολογίας και άλλοτε να προσεγγίζει την πατερική θεολογική σκέψη της Ορθόδοξης Ανατολής. Διαφοροποιείται όμως ριζικώς από την Ορθόδοξη Παράδοση, όταν συνδέει το σωτηριολογικό περιεχόμενο της πίστεως με τις εκκλησιολογικές του πεποιθήσεις.
       Με το λόγο του Θεού έρχεται κατά το Λούθηρο η χάρη του Θεού στον άνθρωπο, γεννιέται η πίστη στο Χριστό και παρέχεται η σωστική δύναμη στα μυστήρια της Εκκλησίας. Η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται τόσο αφετηριακά όσο και τελικά από το λόγο του κηρύγματος και από το λόγο των μυστηρίων, μια και η ενέργειά τους είναι μία και η αυτή. Παρά το μυστηριακό όμως χαρακτήρα που προσδίδει ο Λούθηρος στο λόγο του Θεού περιορίζει το λόγο αυτό στις συγκεκριμένες βιβλικές επαγγελίες του Θεού προς τους ανθρώπους με συνέπεια να μην μπορεί να κατανοήσει τον όλο μυστηριακό χαρακτήρα της Εκκλησίας και των λειτουργικών εκφάνσεών της. Γι' αυτό και απομονώνει τα μυστήρια από το σώμα της Εκκλησίας.
       Το βάπτισμα κατά το Λούθηρο παρέχει την άφεση όχι όμως και την κατάργηση της προγονικής αμαρτίας. Η «υπολειπόμενη» από το βάπτισμα αμαρτία απομακρύνεται καθημερινώς με τη μετάνοια, αλλά η οριστική κατάργησή της θα γίνει με την ανάσταση των νεκρών. Αντίθετα κατά την ορθόδοξη παράδοση η αμαρτία δεν μπορεί ν' αποτελεί οντολογικό γνώρισμα των μελών της Εκκλησίας κατά την ιστορική παρουσία τους στη γη, επειδή στο βάπτισμα η αμαρτία έχει νεκρωθεί οντολογικώς και εξολοκλήρου.
       Η άφεση της προγονικής αμαρτίας αποτελεί κατά το Λούθηρο τη θεμελιώδη προϋπόθεση για την απόκτηση της «αληθινής πνευματικής ελευθερίας». Η νέα αυτή πραγματικότητα, που έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της την παραμονή της ανθρώπινης θελήσεως σε αιχμαλωσία και δουλεία προς το Χριστό, χαρακτηρίζεται από το Λούθηρο ως «βασιλική ελευθερία» του χριστιανού. Όταν η άποψη αυτή του Λουθήρου για τη «βασιλική ελευθερία» ενταχθεί οργανικά στην όλη ανθρωπολογική και σωτηριολογική διδασκαλία του, δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ορθόδοξη άποψη για τη χαρισματική ελευθερία των πιστών. Συγκεκριμένα η «βασιλική ελευθερία» των πιστών περιορίζεται σημαντικά, αν δεν αμφισβητείται κιόλας σε οντολογικό επίπεδο, τόσο εξαιτίας της «υπολειπόμενης» από το βάπτισμα αμαρτίας όσο και εξαιτίας του servum arbitrium.
       Ο Λούθηρος συνδέει στενά τη σωτηρία του ανθρώπου με την πραγμάτωση των καλών έργων. Ως καλά έργα χαρακτηρίζει εκείνα που πηγάζουν από τη δωρηθείσα στον πιστό δύναμη της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Συνδέοντας τα καλά έργα με τη χάρη του Θεού υποστηρίζει ότι κατά την πραγμάτωση των καλών έργων ο άνθρωπος δεν είναι ο ενεργών άλλα ο ενεργούμενος. Τα καλά έργα είναι καρποί της πίστεως και δηλώνουν την εν πίστει αποδοχή της δικαιώσεως. Με την τοποθέτηση αυτή έναντι των καλών έργων ο Λούθηρος έρχεται σε φανερή αντίθεση με το σχολαστικό και δικανικό πνεύμα της ρωμαιοκαθολικής σωτηριολογίας, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να προσεγγίζει σε κάποιο βαθμό την ορθόδοξη διδασκαλία για τα καλά έργα. Στην πραγματικότητα όμως, επειδή προϋποθέτει την παραμονή της αμαρτίας στα καλά έργα με τη μορφή της φιλαυτίας και παράλληλα επειδή αρνείται την ελεύθερη συνεργία του πιστού στην πραγμάτωση των καλών έργων, αποκλίνει σαφώς από την ορθόδοξη διδασκαλία.
       Τη διδασκαλία για τη θέωση του ανθρώπου ο Λούθηρος τη θεμελιώνει στο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, πράγμα που προσδίδει στη θέωση κατεξοχήν οντολογικό χαρακτήρα. Η θέωση του ανθρώπου πραγματώνεται με τη μετοχή της θείας φύσεως. Μέτοχος όμως της θείας φύσεως γίνεται ο άνθρωπος στην παρούσα ζωή μόνον εν πίστει και ελπίδι ενώ αναμένει ουσιαστικά τη γεύση της θεώσεώς του μετά την τελική κρίση. Θεμελιώνοντας ο Λούθηρος τη θέωση του ανθρώπου στο γεγονός της ενανθρωπήσεως φαίνεται να προσεγγίζει την ορθόδοξη θεώρηση της θεώσεως. Η προσέγγιση όμως αυτή αμβλύνεται σημαντικά, όταν ο Λούθηρος αρνείται τη βίωση της θεώσεως στην επίγεια ζωή. Γιατί σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία και πνευματική εμπειρία η θέωση, που πραγματώνεται ακτίστως και ανερμηνεύτως από τη θεοποιό χάρη του Θεού, αρχίζει στην παρούσα ζωή με τα μυστήρια της Εκκλησίας και ολοκληρώνεται στη μέλλουσα ζωή.
       Η σωτηρία του ανθρώπου κατά το Λούθηρο βρίσκεται ολοκληρωτικά έξω από τις δυνατότητες του ανθρώπου. Ο άνθρωπος οικειώνεται τη δικαίωση κατά «παθητικό» τρόπο και δεν κάνει τίποτε για να παραμείνει σ' αυτήν. Ο «παθητικός» αυτός χαρακτήρας της δικαιώσεως που υποστηρίζει ο Λούθηρος δε συμπίπτει με την αντίστοιχη ορθόδοξη άποψη, επειδή ο Λούθηρος προϋποθέτει πάντοτε το servum arbitrium. Αντίθετα όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία υποστηρίζει ότι ο πιστός «πάσχει» τη σωτηρία του, προϋποθέτει την ελεύθερη συνεργία του στο υπερφυές γεγονός της σωτηρίας που πραγματώνει ο Θεός.
       Ακόμη η εν Χριστώ δικαίωση του ανθρώπου κατά το Λούθηρο δεν αποτελεί μια τετελεσμένη κατάσταση αλλά ένα δυναμικό γεγονός. Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στη διαδικασία και στην κίνηση της δικαιώσεως. Στην παρούσα ζωή ο πιστός είναι «ταυτόχρονα αμαρτωλός και δίκαιος» ή «ταυτόχρονα ασθενής και υγιής». Η ολοκλήρωση της δικαιώσεως και η πλήρης απελευθέρωση από την αμαρτία αναμένεται στα έσχατα. Η θέση αυτή του Λουθήρου, που εκφράζει με συνέπεια τη σωτηριολογία του, αποκλίνει σαφώς από την ορθόδοξη διδασκαλία. Και τούτο γιατί η θέση αυτή του Λουθήρου προϋποθέτει τη νομική ερμηνεία της σωτηρίας, που συνοψίζεται στο μη καταλογισμό της ισοβίως παραμένουσας στον πιστό αμαρτίας. Σύμφωνα όμως με την ορθόδοξη διδασκαλία ο πιστός δεν μπορεί να έχει ταυτόχρονα αρρωστημένη και υγιαίνουσα φύση. Η θεραπεία τόσο από την προπατορική όσο και από την μεταπατορική αμαρτία δεν αναμένεται στο εσχατολογικό μέλλον αλλά παρέχεται πλήρως μέσα στα πλαίσια της Εκκλησίας κατά την παρούσα ζωή.
       Τέλος, αξιολογώντας τις παρατηρούμενες προσεγγίσεις ανάμεσα στη σωτηριολογία του Λουθήρου και στην αντίστοιχη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα μπορούσαμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι αυτές εμφανίζονται κάτω από διαφορετικές θεολογικές, ανθρωπολογικές και εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Ακόμη θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι ο Λούθηρος, παρά τις αδιαμφισβήτητες θεολογικές εξόδους του από τα δικαιικά πλαίσια της εποχής του, κατά την ανάπτυξη ορισμένων πτυχών της σωτηριολογίας του φαίνεται να παραμένει σημαντικά εξαρτημένος από τη σχολαστική θεολογική σκέψη. Και στο σημείο αυτό ακριβώς έχουμε τη γνώμη ότι βρίσκεται η τραγικότητα της σωτηριολογίας του.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου