Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Αντώνιος (Μπλουμ) Μητροπολίτης Σουρόζ (Σουγδαίας) Θάνατος και Απώλεια




2. Μνήμη θανάτου

Σε παλιότερες εποχές, όταν οι Χριστιανοί βρίσκονταν πλησιέστερα στις παγανιστικές τους ρίζες και στη φοβερή και συνταρακτική εμπειρία της μεταστροφής τους, μιλούσαν για το θάνατο ως μια γέννηση στην αιώνια ζωή. Δεν τον αντιλαμβάνονταν ως τέλος, ως μια έσχατη ήττα, αλλά ως μια αρχή. Θεωρούσαν τη ζωή ως άνοδο προς την αιωνιότητα και το θάνατο ως την πύλη που ανοίγει και μας αφήνει να εισέλθουμε σ' αυτήν. Αυτό μάλιστα εξηγεί και το γιατί, τόσο συχνά, οι πρώτοι Χριστιανοί συνήθιζαν να υπενθυμίζουν ο ένας στον άλλο το θάνατο με φράσεις όπως «έχε μνήμη θανάτου», ενώ στις ευχές που μας άφησε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ως πολύτιμη κληρονομιά υπάρχει μια αίτηση, με την οποία ζητούμε από τον Θεό να μας δώσει «μνήμη θανάτου».

Όταν αναφέρονται αυτές οι λέξεις στον σύγχρονο άνθρωπο, η αντίδρασή του είναι συνήθως η απόρριψη και η αποστροφή. Μήπως σημαίνουν αυτές οι λέξεις ότι θα πρέπει να θυμόμαστε πως ο θάνατος είναι σαν τη Δαμόκλειο σπάθη, που κρέμεται από μια τρίχα πάνω από τα κεφάλια μας και πως, ανά πάσα στιγμή, μπορεί το συμπόσιο της ζωής να τερματιστεί τραγικά; Σημαίνουν μήπως πως oποτεδήποτε βρούμε μια χαρά, θα πρέπει αμέσως να συνειδητοποιούμε ότι αυτή θα έχει ένα τέλος; Πρέπει μήπως να επιθυμούμε να συσκοτίζεται το φως κάθε μέρας με το φόβο ενός επικείμενου θανάτου; Όχι, δεν αισθάνονταν έτσι οι πρώτοι Χριστιανοί. Aυτό που αισθάνονταν είναι ότι ο θάνατος αποτελεί μια αποφασιστική στιγμή, όταν όσα μπορούμε να κάνουμε πάνω στη γη φθάνουν σ'ένα τέλος. Πρέπει λοιπόν να βιαστούμε να επιτύχουμε πάνω στη γη όσα μπορούμε να επιτύχουμε. Η μνήμη του θανάτου αποτελεί, κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα σκοπό για να επιτύχουμε στη ζωή, για να γίνουμε το αληθινό πρόσωπο που κληθήκαμε από τον Θεό να γίνουμε, για να πλησιάσουμε όσο περισσότερο μπορούμε αυτό που ο απόστολος Παύλος αποκαλεί «μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», για να γίνουμε όσο το δυνατόν καλύτερα μια απαραμόρφωτη εικόνα του Θεού.

Ο απόστολος Παύλος σε μία από τις επιστολές του λέει ότι πρέπει να βιαστούμε να ζήσουμε, επειδή ο χρόνος είναι απατηλός. Ζούμε όλες τις μέρες της ζωής μας σαν να γράφουμε βιαστικά, απρόσεχτα, ένα πρόχειρο γραφτό που μια μέρα θα καθαρογραφεί. Είναι σαν να ετοιμαζόμαστε να κτίσουμε και μαζεύουμε όλα τα χρειώδη που αργότερα θα οργανωθούν σε ομορφιά, αρμονία και νόημα. Ζούμε μ' αυτό τον τρόπο, χρόνο με το χρόνο, δίχως να ολοκληρώνουμε ή να τελειοποιούμε αυτά που μπορούμε να κάνουμε, επειδή έχουμε καιρό μπροστά μας. Λέμε στον εαυτό μας: αργότερα θα κάνω κάτι, αυτό μπορεί να γίνει αργότερα, κάποια μέρα θα κάνω το καθαρογράψιμο. Αλλά τα χρόνια περνούν και δεν κάνουμε τίποτε. 

«Μείνον μεθ΄ ημών!» (Λουκ. 24: 29)του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.





Μία γραφική σκηνή

Κλασικός ο πίνακας αποτυπώνει εικαστικά την ειδυλλιακή περιγραφή, που μας χάρισε η γλαφυρή πένα του ευαγγελιστή Λουκά, όπως τη ζωντανεύει μέσα στο λειτουργικό κύκλο το ε΄ εωθινό ευαγγέλιο: Μία μοναδική πορεία μέσα στο καταπράσινο ανοιξιάτικο τοπίο. Οι δύο μαθητές περπατούν σκυθρωποί, θλιμμένοι, ενώ τους πλησιάζει ο Συνοδοιπόρος. Το βήμα των μαθητών βαρύ, αποκαμωμένο. Βαρύτερη η καρδιά τους, απελπισμένη. Βαθύς ο στεναγμός φουσκώνει τα στήθη τους. Παράπονο πικρό ανεβαίνει στα χείλη τους και γίνεται πένθιμος διάλογος.

Δύο από τους εβδομήκοντα

Είναι από εκείνους τους εβδομήκοντα, που γνώρισαν από κοντά τον μεγάλο Διδάσκαλο. Σαγηνεύθηκαν από την ευσπλαγχνία του. Ευεργετήθηκαν από την αγάπη του. Έγιναν μάρτυρες πολλών και θαυμαστών σημείων, τα οποία Εκείνος επιτέλεσε. Είδαν να εκπληρώνονται στο πρόσωπό του οι αρχαίες προφητείες. Πολλά, πειστικά και αναντίρρητα τεκμήρια τους βεβαίωσαν ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας. Γι΄ αυτό τον αγάπησαν αληθινά, τον πίστεψαν και ήλπισαν ότι αυτός θα φέρει τη λύτρωση στο Ισραήλ. Ήρθαν, όμως, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, για να πνίξουν την πίστη τους, να ξεριζώσουν από την καρδιά τους την ελπίδα, να τσακίσουν το φρόνημα, ν΄ αναστατώσουν την ψυχή τους.