Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (4) ....Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης


ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (4) ....Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης



Μετάφρασις εκ του Αγγλικού πρωτοτύπου
JESUS CHRIST - THE LIFE OF THE WORLD
υπό Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου Δρ. Θ.

Ομιλία η οποία εξεφωνήθη κατά την διάρκειαν του Π.Σ.Ε. Ορθόδοξον Συμβούλιον εις την Δαμασκόν, 5-9 Φεβρουαρίου 1982 και εδημοσιεύθη εις το Xenia Ecumenica, αρ. 39, σελ. 232-275, Helsinki, 1983. Η μετάφρασις δημοσιεύθη εις το "Γρηγόριος ο Παλαμάς", αφιέρωμα εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β'.

http://www.romanity.org


4) Το Σώμα του Χριστού.

Ότι ο Χριστός ήλθε με το Άγιον Πνεύμα και τον Πατέρα μετά την Ανάστασίν Του, την Ανάληψιν και την επιστροφήν του να ενοικήση εις τους πιστούς, είναι μία βασική προϋπόθεσις και του Αποστόλου Παύλου και του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου. Με την δεδομένην σχέσιν του Αποστόλου Λουκά προς τον Παύλον, το γεγονός της Πεντηκοστής το αναφερόμενον υπό του Λουκά πολύ πιθανώς έχει μίαν Παύλειον εκκλησιολογικήν βάσιν. Εν τούτοις, από μίαν σπουδαίαν άποψιν, δηλαδή σχετικώς με το φαινόμενον της γλωσσολαλίας, ο Λουκάς πράγματι έχει γίνει το κλειδί εις τον Παύλον αντί του αντιθέτου.

Θα έπρεπε να σημειωθή ότι αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου απευθύνονται εις τους ήδη μυημένους εις τα μυστήρια της Εκκλησίας. Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είναι έν βιβλίον κατηχήσεως μετά το Βάπτισμα προωρισμένον δι' εκείνους, οι οποίοι έχουν ήδη το Άγιον Πνεύμα. Αλλά το Ευαγγέλιον του Λουκά, εν τούτοις, ως αυτά του Μάρκου και του Ματθαίου είναι κατήχησις προ του βαπτίσματος και αι Πράξεις των Αποστόλων προορίζονται δια ακροατήριον όχι μυημένον εις την εσωτερικήν ζωήν του Χριστού. Εν τούτοις, αφού ο Λουκάς ήτο μαθητής και ακόλουθος του Παύλου, τα γραπτά του προυποθέτουν και αντανακλούν αυτήν την εσωτερικήν ζωήν εν Χριστώ.

Δια τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην η έλευσις του Αγίου Πνεύματος είναι η εκπλήρωσις της υποσχέσεως του Χριστού ότι θα ετοιμάση ένα τόπον εκεί, όπου κατά την επιστροφήν Του, θα παραλάβη τους μαθητάς Του μεθ' Εαυτού, ούτως ώστε να είναι και αυτοί όπου είναι Αυτός. [ 50 ] Με την μεσιτείαν του Χριστού ο Πατήρ θα δώση εις τους μαθητάς Αυτού άλλον Παράκλητον, τον οποίον αυτοί γνωρίζουν, διότι ενοικεί εις αυτούς και θα είναι μέσα τους. [ 51 ] "Εν εκείνη τη ημέρα" θα γνωρίσουν οι μαθηταί ότι ο Χριστός είναι "εν τω Πατρί" και αυτοί είναι "εν τω Χριστώ" και Ούτος είναι "εν αυτοίς". [ 52 ]Αυτοί βλέπουν τον Χριστόν, διότι ζη και θα ζήσουν. [ 53 ] Ο Χριστός θα εμφανίζηται εις εκείνον, ο οποίος Τον αγαπά. [ 54 ] Ο Χριστός και ο Πατήρ Του θα έλθουν και θα ενοικήσουν εν αυτώ. [ 55 ] Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα, θα διδάξη αυτούς πάντα και θα τους υπενθυμίση κάθε τι, το οποίον Ούτος είπεν εις αυτούς. [ 56 ]

Όταν το Πνεύμα της αληθείας έλθη, το οποίον θα αποστείλη ο Πατήρ δια του Χριστού, θα μαρτυρήση περί του Χριστού και οι μαθηταί θα μαρτυρήσουν, διότι αυτοί είναι με τον Χριστόν από την αρχήν. [ 57 ] Όταν το Πνεύμα της αληθείας έλθη θα οδηγήση τους μαθητάς "εις πάσαν την αλήθειαν", διότι Τούτο δεν θα ομιλήση "αφ' Εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελλεί" εις τους μαθητάς. Τούτο θα δοξάση τον Χριστόν, διότι θα λάβη από Αυτόν αυτά, τα οποία θα αναγγείλη εις τους μαθητάς Του. Ο Χριστός είπεν ότι "πάντα όσα έχει ο Πατήρ" είναι ιδικά Του. Δια τούτο το Πνεύμα της Αληθείας θα λάβη από Αυτόν και θα αναγγείλη εις τους μαθητάς. Έπειτα ο Χριστός επαναλαμβάνει ότι "μικρόν και ου θεωρείτέ με και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με". [ 58 ] Μετά φθάνει εις το τελικόν σημείον των κεφαλαίων 14-17: "Πάτερ, ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου". [ 59 ]

Δια τον Ιωάννην η Ανάληψις της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού είναι μία απολύτως προϋπόθεσις δια την εκ μέρους του Χριστού αποστολήν του Αγίου Πνεύματος, ως είναι εμφανώς δια τον Λουκάν και κατ' επέκτασιν δια τον Παύλον: "Νύν δε υπάγω προς τον πέμψαντά με... συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω, εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς, εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς". [ 60 ] Ότι ο Ιωάννης δεν συγχέει τας μετά την Ανάστασιν εμφανίσεις του Χριστού με την επάνοδόν Του εν Αγίω Πνεύματι κατά την Πεντηκοστήν, είναι σαφές από το ότι αναφέρει τα λόγια του Χριστού εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν: "Μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου". [ 61 ] Αλλά εις τας επομένας αναφερομένας εμφανίσεις ο Χριστός είπεν εις τον Θωμάν τον Δίδυμον να βάλη την χείραν του εις την πλευράν Του. Ο Θωμάς επίστευσεν, μάλλον βλέπων παρά ψηλαφών: "ότι εώρακάς με πεπίστευκας"; [ 62 ]

Ο τόπος της κοινής κατοικίας αυτού, ο οποίος αγαπά τον Πατέρα εν Χριστώ είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, ο Ναός του Λόγου κατά φύσιν και της φυσικής Του δόξης, την οποίαν ο Χριστός ως Λόγος έλαβεν από τον Πατέρα και κατά φύσιν μετέχει με το Άγιον Πνεύμα. Με το να γίνη κάποιος μέλος του Σώματος του Χριστού, γίνεται ναός του Θεού και ταυτοχρόνως μένει εν τω Θεώ, ως εις τον ναόν Του. Η Πεντηκοστή είναι τα γενέθλια της Εκκλησίας, διότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι παρούσα και κατά χάριν ηνωμένη με κάθε μέλος του Σώματος Αυτού, όχι ως μέρος του Χριστού εις καθένα, αλλά κατά χάριν ολόκληρος ο Χριστός είναι εις κάθε μέλος. Ο Χριστός απήλθεν, ώστε ώφειλε να επιστρέψη εν Αγίω Πνεύματι δια μιας νέας παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεώς Του, η οποία ως η άκτιστος δόξα του Θεού, μερίζεται αμερίστως μεταξύ πολλών πιστών, ούτως ώστε ο Χριστός είναι παρών εντός και ηνωμένος κατά χάριν εις καθένα εκ των μελών του Σώματός Του. Ταυτοχρόνως το Σώμα του Χριστού παραμένει Ένα, ούτως ώστε τα μέλη Του είναι ένα με κάθε άλλο εν τη δόξη και βασιλεία της Αγίας Τριάδος.


Συμφώνως προς τας Πράξεις των Αποστόλων ο Χριστός είπεν εις τους μαθητάς Του προ της Αναλήψεώς Του, ότι μετ' ολίγον θα εβαπτίζοντο εν Αγίω Πνεύματι. [ 63 ] Κατά την Πεντηκοστήν "ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ' ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος, Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι".[64]

Εν όψει της συνδέσεως του Ιωάννου περί της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την επανεμφάνισιν του Χριστού εις τους μαθητάς Του, καθώς είδαμε, και τας πραγματικάς εμφανίσεις του Χριστού μετά την Πεντηκοστήν, π.χ. εις τον Στέφανον (Πράξ. 7, 55-56) και εις τον Παύλον (Πράξ. 9,3 κ. ε. 22,6 κ. ε. 17 κ. ε.) υπάρχει κάποια βάσις να δεχθώμεν την δυνατότητα ή ακόμη και την πιθανότητα ότι το χωρίον των Πράξεων 1,11 θα ημπορούσε να ληφθή ως εκπληρούμενον δια του χωρίου των Πράξεων 2, 1 κ.ε. Καθ' όν χρόνον ο Χριστός ανελαμβάνετο "ιδού δύο άνδρες παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή" λέγοντας εις τους Αποστόλους ότι ο Χριστός "ελεύσεται, όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν".

Εν πάση περιπτώσει, το "λαλείν ετέραις γλώσσαις" και το "αποφθέγγεσθαι" δεν πρέπει να συγχέωνται. Το "αποφθέγγεσθαι" εις το χωρίον των Πράξεων 2,4 σημαίνει "προφητεύειν", καθώς είναι σαφές από όλην την ομιλίαν του Αποστόλου Πέτρου εις το χωρίον των Πράξεων 2,14 κ. ε. Κάποιος λαμβάνει πρώτα το χάρισμα της γλωσσολαλίας εις την καρδίαν και έπειτα εμπνέεται εις το μυαλό να κατανοή τους προφήτας και τον Χριστόν, με σκοπόν να προφητεύη. Αυταί αι διακρίσεις είναι καθαραί εις τον Απόστολον Παύλον και θα ήτο απίθανον να μην ήτο ο Λουκάς έμπειρος με αυτάς. Άπαξ ο άνθρωπος λάβη την δωρεάν της γλωσσολαλίας, τότε το Πνεύμα ημπορεί ή όχι να δημιουργήση τοιαύτας καταστάσεις, καθώς εις το χωρίον των Πράξεων 2, 6-13.

Εν πάση περιπτώσει, το βάπτισμα εν Πνεύματι είναι ταυτόν με την λήψιν της δωρεάς της γλωσσολαλίας και είναι σαφώς διακρινόμενον από το βάπτισμα εν ύδατι. Ο Παύλος πρώτα εδοξάσθη εις το όραμά του με τον Χριστόν εν δόξη και έπειτα εβαπτίσθη. [ 65 ] Πότε έλαβε την δωρεάν των γλωσσών δεν καταγράφει αν και κατεγράφη ότι το κατείχε. Οι δώδεκα μαθηταί του Απολλώ, οι οποίοι είχαν λάβει το βάπτισμα μετανοίας του Ιωάννου, "εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Και επιθέντος αυτοίς του Παύλου τας χείρας ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ' αυτούς, ελάλουν, τε γλώσσαις και προεφήτευον". [ 66 ]Εις την περίπτωσιν του εκατοντάρχου Κορνηλίου και της ακολουθίας του, αυτοί πρώτον εβαπτίσθησαν εν Πνεύματι, αφού έλαβον την δωρεάν των γλωσσών δια ή εν δοξασμώ και έπειτα εβαπτίσθησαν δι' ύδατος, οπότε ο Πέτρος ούτω δεν ημπορούσε πλέον να αντιδράση: "Έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον.


Και εξέστησαν οι εκ περιτομής πιστοί όσοι συνήλθον τω Πέτρω, ότι και επί τα έθνη η δωρεά του Αγίου Πνεύματος εκκέχυται, ήκουον γαρ αυτών λαλούντων γλώσσαις και μεγαλυνόντων τον Θεόν. Τότε απεκρίθη ο Πέτρος, μήτι το ύδωρ κωλύσαι δύναταί τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το Πνεύμα το Άγιον έλαβον καθώς και ημείς;". [ 67 ] Εις την απολογίαν του δι' αυτό που έκανεν ο Πέτρος ανακαλεί εις την μνήμην του τί είπεν ο Χριστός προ της Αναλήψεώς Του περί λήψεως βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι (Πράξ. 1,5) και καταλήγει, "ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν... εγώ δε τί ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;". [ 68 ] Η ελληνική λέξις "ίση" εις το κείμενον σημαίνει ότι η δωρεά, η ληφθείσα εδώ, δεν είναι μόνον η ιδία, καθώς της Πεντηκοστής, αλλά επίσης, ίση. Είναι αυτή η ιδέα της ισότητος η οποία κείται εις τον πυρήνα των προβλημάτων εις την Κόρινθον, όπου πολλοί με μόνην την δωρεάν των γλωσσών επίστευαν τους εαυτούς των ότι είναι ίσοι με τους άλλους, χωρίς να αντιλαμβάνωνται ότι αυτό συμβαίνει έτσι μόνον, όταν αι γλώσσαι προηγούνται ή έπονται δια δοξασμού, αφού κατά την διάρκειαν της θέας του Θεού όλα τα χαρίσματα καταργούνται εκτός της αγάπης.

Αυτό το βάπτισμα εν Πνεύματι, το οποίον καταλήγει εις την δωρεάν των γλωσσσών και το οποίον κανονικώς συνοδεύεται με το χάρισμα της προφητείας, είναι προφανώς η αρχή του χρίσματος, του μυστηρίου δια του οποίου κάποιος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού και ναός του Θεού. Δια τον Απόστολον Παύλον η δωρεά των γλωσσών φαίνεται να είναι η ελαχίστη προϋπόθεσις δια να γίνη κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού. Είναι η βάσις όχι μόνο της προφητείας, αλλά όλων των χαρισμάτων. Μετά από αυτούς οι οποίοι ομιλούν γλώσσας είναι οι ιδιώται και οι άπιστοι. Αυτοί δεν είναι ούτε μέλη του Σώματος του Χριστού, ούτε χαρισματούχοι. Οι ιδιώτες έχουν ένα ειδικόν τόπον εις την εκκλησίαν και λέγουν αμήν εις τας καταλλήλους στιγμάς κατά την διάρκειαν των προσευχών. [ 69 ] Το γεγονός ότι αυτοί λέγουν αμήν εις τας ευχαριστιακάς προσευχάς σημαίνει ότι αυτοί ήσαν πιθανώς βαπτισμένοι δι' ύδατος και περίμεναν την έλευσιν του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν των, δηλαδή την δωρεάν των γλωσσών, και ημπορούσαν να συμμετάσχουν εις την ευχαριστιακήν κοινωνίαν, ως είχαν κάνει οι απόστολοι επίσης προ της Πεντηκοστής. Αυτοί προφανώς ήσαν οι βαπτισμένοι λαϊκοί της αποστολικής κοινότητος.

Οι άπιστοι είναι προφανώς κατηχούμενοι ειδωλολατρικής προελεύσεως, οι οποίοι δεν ημπορούν να τύχουν μεταχειρίσεως ως Ιουδαίοι. Οι Ιουδαίοι εθεωρούντο ακόμη ως πιστοί, εφ' όσον δεν απέρριπτον πλέον εντελώς τον Ενανθρωπήσαντα Κύριον της Δόξης.


Αυτοί με τα χαρίσματα εις το χωρίον Α' Κορ. 12,4-10 (εις τα οποία χαρίσματα συμπεριλαμβάνονται αι "διακονίαι" και τα "ενεργήματα" απαριθμούμενα εις αυτό, καθώς είναι σαφές εις το χωρίον Α' Κορ. 12,28-31) και αυτοί με τα χαρίσματα εις αυτούς τους τελευταίους στίχους, είναι όλοι μέλη του κλήρου καταγεγραμμένοι συμφώνως προς τας πνευματικάς των δωρεάς, αλλά όχι αυστηρώς με την λειτουργικήν των δραστηριότητα ή χειροτονίαν. Ούτοι εκλήθησαν κατ' ευθείαν υπό του Θεού, ο Οποίος δίδει την δωρεάν της προσευχής δια γλώσσης, μετά από κατάλληλον προετοιμασίαν υπό πνευματικού πατρός. Ο Παύλος λέγει ότι οι Κορίνθιοι ημπορεί να έχουν πολλούς διδασκάλους εν Χριστώ, αλλ' όχι πολλούς πατέρας: "Εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα". [ 70 ] Εν τούτοις, ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεόν, διότι δεν εβάπτισε κανένα από τους Κορινθίους εκτός ολίγων. [ 71 ] Τούτο σημαίνει ότι ο Παύλος εγέννησεν αυτούς εις την περιοχήν των χαρισμάτων, εκ των οποίων το θεμέλιον είναι να ομιλή τις ή να προσεύχηται εν γλώσσαις. Με άλλα λόγια, τα χαρίσματα είναι καρποί του βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι και σημείον ότι έχει γίνει κάποιος μέλος του Σώματος του Χριστού. "Και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν... Και πάντες εις έν Πνεύμα εποτίσθημεν". [ 72 ] Αυτό είναι εμφανώς το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος. Από όλα, όσα έπονται, το Σώμα του Χριστού περιλαμβάνει μόνον εκείνους, οι οποίοι εβαπτίσθησαν ούτως.

Καθώς εις τας Πράξεις, ούτω εις τον Παύλον, ομιλών εν γλώσσαις είναι έν βασικόν σημείον του ότι εβαπτίσθη κάποιος εν Αγίω Πνεύματι. Αλλά, εις το χωρίον Α' Κορ. 12, 10 και 12, 28, 30, το "γένη γλωσσών" εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι χωρισμένον από τα υψηλότερα χαρίσματα, δίδων την εντύπωσιν ότι η Εκκλησία ημπορεί να ενεργή χωρίς αυτά. Εν τούτοις, το κείμενον "μή πάντες γλώσσαις λαλούσι" [ 73 ] δεν αναφέρεται εις τους υψηλότερον χαρισματούχους, αλλά μάλλον ότι "οι ιδιώται" και "οι άπιστοι" δεν ομιλούν γλώσσαις, καθώς είναι σαφές εις το χωρίον Α' Κορ. 14, 16, 23, 24. Όταν ο Παύλος αριθμή αυτούς, τους οποίους έθεσεν ο Θεός εις την Εκκλησίαν, ούτος αρχίζει με τους Αποστόλους εις την πρώτην θέσιν και τελειώνη με τα "γένη γλωσσών" εις την τελευταίαν θέσιν. [ 74 ] Οι "ιδιώται" δεν περιλαμβάνονται ούτε εδώ, ούτε εις την τάξιν της Εκκλησίας εις το χωρίον Α Κορ. 14, 26 κ.ε. Ο λόγος δι' αυτό είναι ότι αυτοί δεν έχουν ακόμη την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος να προσεύχωνται αδιαλείπτως εν αυτοίς και επομένως δεν έχουν τοποθετηθή υπό του Θεού εις το Σώμα του Χριστού.

Ότι τα υψηλότερα χαρίσματα περιλαμβάνουν τα χαμηλότερα, αλλά όχι τα χαμηλότερα τα υψηλότερα, είναι σαφές από ό,τι ο Απόστολος Παύλος λέγει περί εαυτού: "Ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών, αλλ' εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση". [ 75 ] Με αυτό δεν εννοείται ότι ο Απόστο λος Παύλος δεν προσεύχεται εις την εκκλησίαν εν γλώσση δηλαδή εν Πνεύματι, αλλά ότι εις την εκκλησίαν αυτός ήτο υποχρεωμένος να προσεύχηται επίσης με την διάνοιαν, δια την οικοδομήν των άλλων: "Προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ". [ 76 ]

Μετά τα "γένη γλωσσών" ο Απόστολος Παύλος προφανώς εννοεί προσευχή, απαγγελία ψαλμών και ψαλμωδία πνευματικών ύμνων και ωδών. [ 77 ] Ούτω μερικοί έχουν "γένη γλωσσών" και άλλοι έχουν επί πλέον "ερμηνείαν γλωσσών". [ 78 ]"Ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε... Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύη, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη". [ 79 ] Καθώς εις τας Πράξεις, ούτω και εδώ η προφητεία υπάρχει εξ αιτίας της δωρεάς των γλωσσών, αλλά αυτό το τελευταίον δεν ημπορεί πάντα να οδηγήση εις την προφητείαν. Δεν υπάρχει ένδειξις ότι ο Κορνήλιος και οι ακόλουθοί του προεφήτευαν, αν και ελάλουν γλώσσαις ως αποτέλεσμα του δοξασμού των.


Όταν ο Απόστολος Παύλος λέγη [ 80 ] "θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη" [ 81 ] εννοεί ότι αυτός, ο οποίος μόνον "λαλεί γλώσσαις", πρέπει να μάθη να διερμηνεύη τους ψαλμούς και τας προσευχάς εν τη καρδία του, δηλαδή να τα μεταφέρη εις την διάνοιάν του δια να εισακουσθούν. "Διόπερ ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη, εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμά μου προσεύχεται, ο δε νούς μου άκαρπός εστι. τί ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ. επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη ευχαριστία; επειδή τί λέγεις ουκ είδε, συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ' ο έτερος ουκ οικοδομείται. ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών, αλλ' εν τη εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση". [ 82 ]

 Ο Παύλος ουδέποτε λέγει ότι κάποιος διερμηνεύει αυτό το οποίον ο άλλος "λαλεί γλώσσαις". Διερμηνεύει κανείς αυτά, τα οποία ο ίδιος "λαλεί γλώσσαις" εν τη καρδία του. Επομένως το Α' Κορ. 14, 27-28 σημαίνει "είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς, και ανά μέρος, και είς διερμηνευέτω, εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ". Ο διερμηνεύς είναι σαφώς εκείνος, ο οποίος έχει την χάριν να μεταφέρη την προσευχήν του πνεύματός του, εν τη καρδία εις την διάνοιάν του δια να γίνη ακουστή δια την οικοδομήν των άλλων.

Ο Απόστολος Παύλος ελυπήθη, διότι μία ομάς Κορινθίων χαρισματούχων είχε προφανώς πείσει τους άλλους να κάνουν την ομαδικήν λατρείαν της καρδίας, χωρίς να μεταφέρουν την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος δια της λογικής, ώστε να μην ακούσουν και οι άλλοι. Δια τον Παύλον αυτό είναι καλόν: "σύ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ' ο έτερος ουκ οικοδομείται". [ 83 ] "Επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη σή ευχαριστία; επειδή τί λέγεις ουκ οίδε,". [ 84 ] Είναι φανερόν ότι να προσεύχηται εν γλώσση ή δια του Πνεύματος είναι όροι εναλλασσόμενοι.

Ο Απόστολος Παύλος συζητεί δια τα είδη των φωνών που υπάρχουν εις τον κόσμον, τόσον των αψύχων αντικειμένων ως των αυλών, αρπών και σαλπίγγων, όσον και των ανθρωπίνων. Ότι ο Παύλος ομιλεί δια φωνάς καθ' εαυτάς αι οποίαι παράγονται και όχι περί συγχεομένων και μη αντιληπτών φωνών, φαίνεται καθαρά από τον όρον "άδηλον φωνήν" εις το Α' Κορ. 14, 8, το οποίον σημαίνει αφανής ή φωνή που δεν ακούεται. Εις το 14, 9 ο Παύλος ομιλεί δια την αδυναμίαν της κατανοήσεως του λόγου, εκτός εάν μεταδίδεται με λέξεις σχηματιζόμενος δια της γλώσσης. Τότε συνεχίζει λέγων, "τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εστιν εν κόσμω και ουδέν αυτών άφωνον, εάν ουν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής, έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος". [ 85 ]

Φαίνεται καθαρά ότι το κεφάλαιον 14 της Α' Κορ. δεν αντιλέγει εις κανένα σημείον με εκείνο, το οποίον κυριολεκτικώς ετέθη εξ αρχής ως αντικείμενον συζητήσεως: "Ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ, ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια". [ 86 ] "Νυνί δέ, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω...". [ 87 ]


Τούτο το γεγονός ότι ωρισμένοι Κορίνθιοι ωμίλουν εν γλώσσαις, αλλ' ούτε διερμήνευον ούτε επροφήτευον, θα ήτο οριστική απόδειξις ότι τούτο, δηλαδή το "γλωσσολαλείν" δεν ήτο το "αποφθέγγεσθαι" των Πράξεων 2, 1 κ.ε. Από το άλλο μέρος, ο Παύλος δεν κάνει τον παραμικρόν υπαινιγμόν δια να κατανοήσουν ο είς τον άλλον. Φαίνεται ότι μόνον οι ιδιώται και οι άπιστοι δεν ημπορούσαν να συμμετάσχουν εις ό,τι συνέβαινε. Εν τούτοις, όταν όλο το σώμα των χαρισματούχων ενασχολήται με την προφητείαν, τότε αμφότεροι, και οι ιδιώται και οι άπιστοι, συνειδητοποίουν ότι "τά κρυπτά της καρδίας των φανερά γίνεται, ελεγχόμενοι και ανακρινόμενοι υπό πάντων". [ 88 ] Αυτή είναι η διάγνωσις, δια την οποίαν ωμιλήσαμεν εις το τελευταίον κεφάλαιον. Αυτοί απέκτων την πεποίθησιν ότι οι προφήται αληθώς είχον τον Θεόν εντός των. Η τελική εμπιστοσύνη και υποταγή εις την θεραπείαν αυτών των πνευματικών Πατέρων, οδηγεί εις την υιοθεσίαν των εν Πνεύματι και εις ένωσιν με το Σώμα του Χριστού, δηλαδή εις την υποδοχήν του χαρίσματος των γλωσσών.

Ούτως, η διάγνωσις της πνευματικής ασθενείας της καρδίας ενός εκ των θεραπευτών με το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων [ 89 ] είναι η πλέον βασική προϋπόθεσις της αποκτήσεως της θεραπευτικής προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία η οποία μόνη δίδει την κατανόησιν εκείνων των πραγμάτων, τα οποία αναφέρονται εις τον Χριστόν και εις το Σώμα Αυτού, δηλαδή την Εκκλησίαν. Αυτό είναι διατί "αι γλώσσαι εις σημείόν εισιν ου τοις πιστεύουσι, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν". [ 90 ] Με άλλα λόγια, αι γλώσσαι δεν είναι σημείον δι' εκείνους, οι οποίοι έχουν το χάρισμα της εσωτερικής προσευχής εν τη καρδία των, εφ' όσον έχουν το χάρισμα των γλωσσών, αλλά εκείνων, οι οποίοι δεν έχουν αυτό το χάρισμα.

Η προφητεία, από το άλλο μέρος, είναι σημείον όχι δι' όσους δεν έχουν αυτήν την πίστιν, εφ' όσον δεν έχουν το χάρισμα των γλωσσών, το οποίον κάνει δυνατή και την προφητείαν και την κατανόησίν της, αλλά δι' εκείνους, οι οποίοι έχουν πίστιν, εφ' όσον έχοντες αυτό το χάρισμα των γλωσσών κατανοούν την προφητείαν. Ούτως πρέπει να αρχίση κάποιος με την εξωτερικήν πίστιν της αποχής της αυθεντίας ή της ικανότητος του θεραπευτού. Να παραμείνη εις την κατάστασιν της προσευχής και απαγγελίας των ψαλμών εν τη καρδία, χωρίς να προοδεύση τουλάχιστον εις την διερμηνείαν, η οποία εποικοδομεί τους άλλους, είναι ανακοπή προόδου της πνευματικής αυξήσως και δεν θα οδηγήση εις την αγάπην, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής". "Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί".[91 ]

Η γλωσσολαλία δεν είναι φαινόμενον ιδιάζον εις την Κόρινθον. Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί εις τους Ρωμαίους περί της "λογικής λατρείας" και περί της μεταμορφώσεως δια της ανανεώσεως του νοός. [ 92 ] Αυτό είναι δυνατόν δια της απελευθερώσεως του νοός από τον νόμον, ο οποίος κατοικεί εις τα μέλη τινός, και πολεμεί εναντίον του νόμου, τον οποίον απεδέχθη δια του νοός και αιχμαλωτίζει αυτόν (τόν άνθρωπον) εις το νόμον της αμαρτίας. [ 93 ] "Αυτός εγώ τω μεν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας. Ουδέν άρα νυν κατάκριμα τοις εν Χριστώ Ιησού μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά και κατά πνεύμα. Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου". [ 94 ] "Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι' αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην". [ 95 ] "Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν, αββά ο πατήρ. αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού". [ 96 ] Με άλλα λόγια, γνωρίζει κανείς την δικαίωσιν και την υιοθεσίαν εν Χριστώ δια του Πνεύματος, όταν ακούη την προσευχήν του Πνεύματος εν τη καρδία του αδιαλείπτως.

Ότι ο νόμος ούτος του Πνεύματος της εν Χριστώ ζωής είναι το χάρισμα της Α' Κορ. και των Πράξεων, είναι σαφές από την κατάληξιν της εκθέσεως του Παύλου: "Το γαρ τί προσευξόμεθα καθό δη ουκ οίδαμεν, αλλ' αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις, ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τί το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων". [ 97 ] Με άλλα λόγια δια να είναι κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού, πρέπει να έχη αυτό το χάρισμα των γλωσσών: "Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού". [ 98 ]
Ημπορεί κάποιος να καταλάβη διατί ο Ιωάννης καλεί το Άγιον Πνεύμα "άλλον Παράκλητον", το οποίον κυριολεκτικώς σημαίνει συνήγορος ή κάποιον, ο οποίος μεσολαβεί υπέρ άλλου.


Ίσως ένα από τα πλέον καταπληκτικά χωρία σχετικώς με τα "γένη γλωσσών" είναι το Εφεσ. 5, 18-20: "αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς (πρβλ. το λαλούντες εαυτοίς με το εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ της Α, Κορ. 14,28) ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω, ευχαριστούντες πάντοτε υπέρ πάντων εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τω Θεώ και πατρί". Αυτό βεβαίως είναι διακρινόμενον από το "ψαλώ δε και το νοΐ". Αυτό επίσης είναι σαφής αντανάκλασις του τί είπεν ο Παύλος δια τον εαυτόν του εις το χωρίον της Α' Κορ. 14, 18, καθώς και μαρτυρία δια την αδιάλειπτον φύσιν του "γένη γλωσσών".

Υπό το φως αυτών ημπορεί τις να στραφή εις την Α' Θεσσαλ. 5,16-22: "Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε, τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς. Το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε. πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε, από παντός είδους πονηρού απέχεσθε". Αυτό είναι περίληψις των όσων εξητάσαμεν έως εδώ.

Ο νόμος του Πνεύματος της εν Χριστώ ζωής είναι τοιουτοτρόπως όχι εις αντίθεσιν με την κτιστήν Τορά (Πεντάτευχον), αλλά αυτός, ο οποίος κάνει δυνατή την εκπλήρωσίν της. Ημπορεί τις να δη διατί οι Πατέρες δεν σκέπτονται μέσα εις τα πλαίσια ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι νόμος και η Καινή Διαθήκη χάρις. Δια τον Παύλον πίστις δεν είναι απλώς μία αποδοχή των δογμάτων, αλλά το χάρισμα των γλωσσών εν τη καρδία. Αι ίδιαι θέσεις τονίζονται σαφώς εις την επιστολήν του Παύλου προς Γαλάτας: "ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν ίνα εκ πίστεως δικαιωθώμεν, ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν". [ 99 ] Ο Παύλος δεν κάνει εδώ μίαν ιστορικήν αντίθεσιν μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης εις την ορολογίαν του νόμου, ο οποίος υποθετικώς κατηργήθη δια της χάριτος με την έλευσιν του Χριστού. Ούτος ομιλεί περί της διακρίσεως μεταξύ των κατηχουμένων υπό την καθοδήγησιν του νόμου και εκείνων, οι οποίοι εβαπτίσθησαν εν πνεύματι εις την εποχήν του.

Οι Γαλάται ήσαν, ως πνευματικά τέκνα, υπό την καθοδήγησιν της Τορά, αλλά τώρα έχοντες λάβει το βάπτισμα "εν Πνεύματι" δεν είναι πλέον ιδιώται ή άπιστοι, διότι έχουν τον άκτιστον νόμον του Αγίου Πνεύματος του Χριστού εν ταις καρδίαις των. Πίστις εδώ δεν είναι απλώς πεποίθησις ή εμπιστοσύνη εις τον Χριστόν, αλλά ενδιάθετος πίστις, η οποία έρχεται ως το χάρισμα των γλωσσών: "Πάντες γαρ υιοί Θεού εστέ δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε... ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον, αββά ο πατήρ, ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ' υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού". [ 100 ] Δικαίωσις δια της πίστεως, το χάρισμα των γλωσσών, βάπτισμα εν Χριστώ καταλλαγή και υιοθεσία είναι μία ταυτή πραγματικότης.


Εις τα πλαίσια, της εν Χριστώ ζωής "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ είς εστέ εν Χριστώ Ιησού". [ 101 ] Εις το επίπεδον της προσευχής εν γλώσσαις και προφητείαις, όλοι είναι είς εν Χριστώ. Ούτως έχομεν το "πάς ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων" και "πάσα γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα" της Α ' Κορ. 11, 4-5. Εν τούτοις οι άνδρες ηδύναντο να κάνουν αυτό με τα κεφάλια τους ακάλυπτα και αι γυναίκες με τα κεφάλια τους κεκαλυμμένα, διότι "παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστι, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός".[ 102 ] Εφ' όσον τις προφητεύει δια την οιδοκομήν των άλλων [ 103 ] και της Εκκλησίας, [ 104 ] θα ανέμενέ τις ότι αι γυναίκες προφητεύουν επίσης εις την Εκκλησίαν: "Δύνασθε γαρ καθ' ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται". [ 105 ] Εν τούτοις ο Παύλος απαγορεύει εις τας γυναίκας να ομιλούν εις την Εκκλησίαν. [ 106 ] Από το άλλο μέρος, η εντολή του Παύλου ότι αι γυναίκες θα έπρεπε να προφητεύουν με κεκαλυμμένην την κεφαλήν τους φαίνεται ότι αναφέρεται σχετικώς με την ενδυμασίαν των εις τας συνάξεις της Εκκλησίας. Ότι αι γυναίκες προφητεύουν παραλλήλως με τους άνδρας είναι η πρώτιστος εκπλήρωσις της προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης αναφερομένη υπό του Πέτρου εις την ομιλίαν του την Πεντηκοστήν. [ 107 ]

Οι προφήται, οι οποίοι αναφέρονται εις το Εφεσ. 2,20 είναι προφανώς όχι εκείνοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά της Εκκλησίας, ως εις την περίπτωσιν της Εφεσ. 3,5: Ο Χριστός "ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις αυτού και προφήταις εν Πνεύματι...". Αυτό φαίνεται να είναι σαφής αναφορά εις το γεγονός ότι εκείνοι, οι οποίοι έχουν την δευτέραν θέσιν εις την Εκκλησίαν μετά τους Αποστόλους, [ 108 ] την έχουν, διότι ο Χριστός απεκάλυψε τον Εαυτόν Του εν δόξη εις αυτούς, ως είχε κάμει και εις τους Αποστόλους. Με άλλα λόγια, αυτοί δεν προεφήτευον μόνον, διότι είχον το χάρισμα των γλωσσών, αλλά διότι είχον επίσης δοξασθή εν Χριστώ δια του Πνεύματος. Εις την αμφισβήτησιν ότι όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού, δεν είναι τα ίδια, ο Παύλος συμπεραίνει λέγων, "είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη. Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους. Και ούς μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους...". [ 109 ] Υπό το φως της Εφεσ. 3,5 αυτό σημαίνει ότι οι προφήται είχον κληθή κατά τον ίδιον τρόπον, ως οι Απόστολοι. Υπ' αυτό το πρίσμα προφανώς πρέπει να κατανοηθή το Εφεσ. 2,19 εξ. "Άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού...".

Ό,τι έχομεν ενώπιόν μας είναι η κλίμαξ τελειώσεως, η οποία αποκορυφούται εις την αγάπην "ήτις ου ζητεί τα εαυτής" [ 110 ]και η οποία και μόνη "ουδέποτε εκπίπτει" [ 111 ] όταν όλα τα χαρίσματα καταργούνται με την έλευσιν του τελείου, δηλαδή ο δοξασμός, ή η θέα του Θεού εις την συνάντησιν "πρόσωπον προς πρόσωπον" με τον Χριστόν εν δόξη. [ 112 ] Εν τούτοις, μετά από αυτή την συνάντησιν η αγάπη παραμένει παραλλήλως με την πίστιν και την ελπίδα και τα συνοδεύοντα χαρίσματα.

Ό,τι έχει γίνει γνωστόν ως ευχαριστιακή εκκλησιολογία είναι έν δομικόν φαινόμενον, του οποίου η πρωτότυπος συναφής έκφρασις ήτο η Παύλειος πραγματικότης του Σώματος του Χριστού. Εις το κέντρον της δομής ήτο η διάγνωσις της ασθενείας της καρδίας και η θεραπεία της με τας εννοίας των χαρισμάτων, εκ των οποίων η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία ήτο το εκ των ών ουκ άνευ και ο δοξασμός η βάσις. Όταν η τοπική κοινότης ήτο το Παύλειον Σώμα του Χριστού, η ευχαριστιακή εκκλησιολογία ήτο η ομαλή ή φυσική δομική έκφρασίς Του. Εν τούτοις με τα διάφορα στάδια της εξασθενήσεως του κέντρου τούτου του τοπικού εκκλησιάσματος, η δομή της Εκκλησίας υπέστη μίαν εξέλιξιν, η οποία ήτο το αποτέλεσμα της αποφασιστικότητος εκείνων οι οποίοι διετήρησαν την παράδοσιν της προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία από γενεάς εις γενεάν, εφ' όσον αυτή είναι το κέντρον της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής.

Ο κλήρος υποτίθεται ότι εκλέγεται από τους πιστούς, δηλαδή από εκείνους, οι οποίοι είναι εις το στάδιον είτε του δοξασμού είτε του φωτισμού. Η εκλογή ήτο η αναγνώρισις της αυθεντίας της πνευματικότητος, εις την οποίαν κάποιος είχε φθάσει. Η ιστορική πορεία καθ' ήν έγινε δυνατόν ωρισμένοι πατριάρχαι και μητροπολίται να χειροτονούν επισκόπους, οι οποίοι δεν είχον φθάσει εις την πνευματικήν εμπειρίαν, εις την οποίαν οδηγούν τα δόγματα, αλλά των οποίων το μυστήριον δεν ημπορούν να εκφράσουν περιγράφεται υπό του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου (απέθανε το 1042) ανεγνωρισμένου ως ενός των μεγίστων πατέρων. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορική του ανάλυσις είναι έν ακέραιον τμήμα της αυτοκατανοήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Εις μίαν εργασίαν σχετικήν με την εξομολόγησιν, άλλοτε αποδιδομένην εις τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ο Άγιος Συμεών εξηγεί πώς "ιδιώται" στην εκκλησία, δια της προσποιήσεως ότι δήθεν έφθασαν εις τον φωτισμόν - τον οποίον δεν είχον, άρχισαν να χειροτονούνται επίσκοποι. Εξ αιτίας εκείνων των μη φωτισθέντων ενεφανίσθησαν αι αιρέσεις εις την Εκκλησίαν. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι Ορθόδοξος, διότι δεν εισάγει νέα δόγματα, αλλά, διότι είναι φωτισμένος. Αδυνατούντες να εύρουν τοιούτους υποψηφίους, ή έχοντες εύρει αυτούς επροτίμων τους αναξίους. Ούτω ωρισμένοι επίσκοποι και μητροπολίται εχειροτόνουν επισκόπους, οι οποίοι δεν είχον φθάσει εις το στάδιον του φωτισμού. Εις την θέσιν του σταδίου του φωτισμού αυτοί "τούτο μόνον απαιτούντες, το εγγράφως εκθέσθαι το της πίστεως σύμβολον, και τούτο μόνον αποδεχόμενοι, το μήτε υπέρ του αγαθού ζηλωτόν είναι, μήτε δια το κακόν τινι αντιμάχεσθαι, ειρήνην ενταύθα τη Εκκλησία περιποιούμενοι, ό χείρον πάσης έχθρας εστί, και μεγάλης ακατατασίας". [ 113 ]

Εις το πρόσωπον του Αγίου Συμεώνος ημπορεί κανείς να διακρίνη σαφώς την απ' αιώνων αρχαίαν πάλην μεταξύ της αποστολικής παραδόσεως της διαγνώσεως και θεραπείας και εκείνων, οι οποίοι υποβιβάζουν την σωτηρίαν εις πίστιν και εμπιστοσύνην εις τα δόγματα και εις τας αξιομισθίας των καλών έργων και της ηθικής.

Οιαιδήποτε και αν ήσαν αι αιτίαι πράγματι δια την προέλευσιν του μοναχισμού, η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία έμεινε το κέντρον αυτού και η ψυχή του. Ακόμη από την αρχήν του βίου του Αγίου Αντωνίου, ο Άγιος Αθανάσιος μας πληροφορεί ότι "προσηύχετο δε συνεχώς, μαθών ότι δει κατ' ιδίαν προσεύχεσθαι αδιαλείπτως". [ 114 ] Ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός μας πληροφορεί ότι η αδιάλειπτος προσευχή είναι το έργον "κάθε μοναχού εις την πρόοδόν του προς διαρκή μνήμην του Θεού...". [ 115 ]


Αυτή η παράδοσις ήτο πάρα πολύ ζωντανή εις τα Μεροβίγκεια Βασίλεια των Φράγκων. Αλλά το επισκοπείον ήτο μεταμορφωμένον εις έν διοικητικόν όργανον των Φράγκων Βασιλέων. Ούτως, αν και ο Άγιος Γρηγόριος Τουρώνης ήτο μέγας θαυμαστής του Κασσιανού, του Βασιλείου του Μεγάλου και των πνευματικών των απογόνων εις την Γαλατίαν - Γαλλίαν, δεν καταλάβαινε πράγματι τί ακριβώς έκαναν. Εις την περιγραφήν του της ζωής του Πατρόκλου του ερημίτου, ο Γρηγόριος γράφει ότι "η τροφή του ήτο ψωμί μουσκεμένο σε νερό και ραντισμένο με αλάτι. Τα μάτια του ποτέ δεν έκλεισαν δια ύπνο. Προσηύχετο αδιαλείπτως καί, όταν σταματούσε προς στιγμήν να προσεύχηται, εξώδευε τον χρόνον του διαβάζων ή γράφων". [ 116 ]

Ο Γρηγόριος νομίζει ότι δια να προσεύχηται κανείς αδιαλείπτως, θα έπρεπε να μένη τρόπον τινά άγρυπνος αδιαλείπτως. Επίσης, εφ' όσον ο Πάτροκλος ήτο γνωστός ότι εξώδευε τον χρόνον του διαβάζων και γράφων, αυτό σημαίνει δια τον Γρηγόριον ότι έπρεπε να σταματήση να προσεύχηται, δια να ασχοληθή με αυτά. Ο ισχυρισμός του ότι "τά μάτια του Πατρόκλου δεν έκλειναν ποτέ δια ύπνον" είναι εξαιρετικώς απίθανος. Μόνον, όταν ο Πάτροκλος ήτο εις το στάδιον του δοξασμού, δεν εκοιμάτο. Αλλά δεν έτρωγε ψωμί ούτε έπινε νερό και το σπουδαιότερο, κατά την διάρκειαν αυτού του σταδίου εσταματούσε να προσεύχηται (γλώσσαι παύσονται - Α' Κορ. 13, 8). Όταν αυτός δεν ήτο εις αυτό το στάδιον της δόξης, προσηύχετο αδιαλείπτως και όταν ήτο άγρυπνος και όταν εκοιμάτο και όταν εδιάβαζε και όταν έγραφε.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ

ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ

ΜΕΓΕΘΙΟΣ

Είπεν ο αββάς Μεγέθιος: " Στην αρχή συναντιόμασταν μεταξύ μας και συζητούσαμε για την οφέλεια μας οικοδομώντας ο ένας τον άλλο, γινόμασταν παρέες - παρέες που ανέβαιναν στον ουρανό. Τώρα όμως μαζευόμαστε και μιλώντας ο ένας εναντίον του άλλου πέφτουμε χαμηλά".


ΜΩΣΗΣ

Ο Μωσής αυτός, από τον καιρό που έγινε μοναχός ψωμί στο στόμα του δεν έβαλε, ενώ άλλοι έτρωγαν. Γιατί οι ντόπιοι μεταφέροντας από την Αίγυπτο σιτάρι, πωλούσαν λίγους άρτους στους μοναχούς παίρνοντας για πληρωμή το εργόχειρο τους και καρπούς από τα φοινικόδεντρα. Η τροφή του Μωσή ήταν νερό και τρυφερά βλαστάρια των φοινίκων. Με κλωστές από τα ίδια δέντρα έκαμνε και τα ρούχα του. Αγαπούσε όσο κανένας άλλος την ησυχία, αλλά πρόθυμα και με συμπάθεια δεχόταν τους επισκέπτες που έρχονταν να τον συμβουλευτούν για τους λογισμούς τους. Κοιμόταν μόνο μετά από τις νυχτερινές ακολουθίες κι όλες τις άλλες ώρες αγρυπνούσε. Κατά τη διάρκεια της αγίας Σαρακοστής κι ως την ευλογημένη μέρα της Πεντηκοστής σε κανένα δεν άνοιγε την πόρτα του κελλιού του και ως απόθεμα από τροφές δεν είχε παρά μοναχά είκοσι χουρμάδες κι ένα σταμνί νερό. Ωστόσο και αυτά διατηρούνταν πολλές φορές ανέπαφα ως την ημέρα που άνοιγε την πόρτα του κελλιού του, όπως μας διηγείται ο υποτακτικός του.
Τη Σαρακοστή τούτη του έφεραν για θεραπεία από τη Φαράν κάποιον που τον δέσμευσε το ακάθαρτο πνεύμα, Οβεδιανός τ' όνομα του, ηγέμονας στη φυλή του. Όταν ο άρρωστος πλησίασε στο κελλί του γέροντα σε απόσταση περίπου εκατό ογδόντα μέτρων, τον τράνταξε το ακάθρτο πνεύμα και με δυνατές φωνές άρχισε να κραυγάζει:
" Ω δύναμη ανυπόφορη, δεν μπόρεσα ούτε για ένα λεπτό της ώρας να εμποδίσω τον καλόγερο από την άσκηση του κανόνα του".
Με τα λόγια αυτά βγήκε μέσα από τον άρρωστο κι αμέσως γιατρεύτηκε ο άνθρωπος. Τότε πίστεψε στο Χριστό με πολλούς άλλους, που δεν είχαν αξιωθή ακόμα να βαπτιστούν Χριστιανοί. Έτσι γύρισε στο σπίτι του γερός, αλλά και ο δούλος του Θεού δεν εμφανίστηκε σε άνθρωπο.


ΝΕΙΛΟΣ

Είπεν ο αββάς Νείλος:
"Αν θέλεις να προσευχηθείς σωστά, να μη πικράνεις καμιά ψυχή, γιατί αλλιώς άδικα κοπιάζεις".
Είπε πάλι:
" Μη θέλεις να έρχονται τα πράγματα όπως σε συμφέρει, αλλά όπως είναι αρεστό στο Θεό. Έτσι θα είσαι την ώρα της προσευχής γεμάτος γαλήνη και χαρούμενος"


ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Ένας γέροντας, Νικόλας τ' όνομα του, έμενε στη μονή του αββά Πέτρου, κοντά στον άγιον Ιορδάνη. Αυτός μας αφηγήθηκε την παρακάτων ιστορία:
" Έμενα κάποτε στην Ραϊθου, όταν τρείς αδελφούς μας έστειλαν στη Θηβαΐδα για διακονία. Καθώς περνούσαμε την έρημο, χάσαμε τον δρόμο και περιπλανιόμασταν πέρα-δώθε. Σαν ξοδέψαμε λοιπόν το νερό μας και για μέρες δεν βρίσκαμε άλλο, οι δυνάμεις μας άρχισαν τότε να μας εγκαταλείπουν από τη δίψα και τον καύσονα. Τότε μη μπορώντας να συνεχίσουμε το βάδισμα βρήκαμε στην ίδια την έρημο κάτι στεγνούς θάμνους κι εκεί παρατήσαμε τον εαυτό μας, ο καθένας όπου βρήκε σκιά, περιμένοντας πια να πεθάνουμε από τη δίψα.
Για μια στιγμή εγώ ανακάθησα λίγο και πέφτω σε έκσταση. Βλέπω μια κολυμπήθρα γεμάτη νερό, ξεχειλισμένη. Ήταν και δύο άντρες πάνω στο χείλος της κολυμπήθρας κι έπαιρναν νερό μ' ένα ξύλινο κύπελο.
Άρχισα τότε να παρακαλώ τον ένα λέγοντας:
- Δείξε μου αγάπη, κύριε, δώσ' μου λίγο νερό, πάω να σβήσω.
Εκείνος όμως δεν ήθελε να μου δώσει. Τότε του λέει ο άλλος:
- Δωσ' του λιγάκι.
Κι ο πρώτος αποκρίνεται:
- Να μην του δώσουμε, γιατί είναι ράθυμος ( βαριέται και δεν κάνει τις δουλειές που πρέπει) και παραμελεί τον εαυτό του.
Απαντάει ο δεύτερος:
- Ότι είναι ράθυμος , σίγουρα ναί, είναι ράθυμος. Όμως τώρα είναι ξένος, ας του δώσουμε".
Έτσι μου δώσανε νερό και πρόσφερε, λέει, και στους άλλους. Ήπιαμε λοιπόν και κάναμε και άλλες τρείς μέρες δρόμο χωρίς νερό. Και τότε φτάσαμε σε μέρος κατοικημένο.


ΝΙΣΤΕΡΩΟΣ

Ο σεβαστός αββάς Νιστερώος περπατούσε μ' ενα αδελφό στην έρημο και όταν είδαν ένα μεγάλο φίδι απομακρύνθηκαν βιαστικά. Του λέγει ο αδελφός:
- Και συ φοβάσαι πάτερ;
Αποκρύνεται ο γέροντας:
- Δεν φοβάμαι παιδί μου. Έπρεπε όμως να φύγω, επειδή δεν θα μπορούσα να ξεφύγω από το πνεύμα της κενοδοξίας.
* * *
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα:
- Τι καλό έργο υπάρχει για να κάνω και να ζήσω μ' αυτό;
Είπεν ο γέροντας:
- Ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό. Άκουσα όμως οτι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον σεβαστό αββά Νιστερώο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:
- Τί καλό έργο υπάρχει για να κάνω;
Αυτός του αποκρίθηκε:
- Δεν είναι όλες οι εργασίες το ίδιο; Η Γραφή λέει οτι ο Αβραάμ ήταν φιλόξενος και ο Θεός ήταν μαζί του, ο προφήτης Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του και ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Οτι λοιπόν καταλαβαίνεις πως θέλει η ψυχή σου και είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, κάνε το και προφύλαξε την καρδιά σου.


ΞΟΪΟΣ

Ένας πατέρας έλεγε για τον αββά Ξόϊο τον Θηβαίο οτι πηγε κάποτε στο Σινά. Όταν έφευγε από κει τον συνάντησε ένας αδελφός και του είπε στενάζοντας:
- Στεναχωριόμαστε αββά, επειδή δεν βρέχει.
Του απαντά ο γέροντας:
- Γιατί δεν προσεύχεστε και δεν παρακαλείτε τον Θεό;
Του αποκρίνεται ο αδελφός:
- Και προσευχόμαστε και λιτανείες κάνουμε και πάλι δεν βρέχει.
Του λέει ο γέροντας:
- Η αλήθεια είναι οτι δεν προσεύχεστε με ένταση. Θέλεις να μάθεις οτι αυτό είναι αλήθεια.
Σήκωσε το χέρια του στον ουρανό προσευχόμενος και αμέσως έβρεξε. Μόλις το είδε αυτό ο αδελφός φοβήθηκε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και τον προσκύνησε, αλλά ο γέροντας έφυγε. Ο αδελφός γνωστοποίησε σ' όλους το γεγονός και αυτοί οταν το άκουσαν δόξασαν το Θεό.


ΠΕΤΡΟΣ

Διηγούνταν για τον αββά Πέτρο και τον αββά Επίμαχο οτι ήταν συνασκητές στη Ραϊθού. Ενώ έτρωγαν όλοι οι ασκητές μαζί, πίεσαν τους δύο αββάδες τον αββά Πέτρο και Επίμαχο να καθήσουν στο τραπέζι που ήταν για τους γέροντες. Ύστερα από πολλές προσπάθειες πήγε μόνο ο αββάς Πέτρος.
Σαν σηκώθηκαν από το φαγητό του λέει ο αββάς Επίμαχος του αββά Πέτρου:
- Πως τόλμησες να πας στο τραπέζι των γερόντων;
Αποκρίθηκε αυτός:
- Εάν καθόμουν μαζί σας οι αδελφοί θα με είχαν σαν γέροντα και θα με ανάγκαζαν να σερβιριστώ πρώτος και θα με θεωρούσαν μεγαλύτερο σας. Τώρα όμως που πήγα κοντά στους γέροντες, ήμουν μικρότερος απ' όλους και ταπεινότερος στους λογισμούς.


ΣΕΡΓΙΟΣ

Μας διηγήθηκαν απ' τους πατέρες του Σινά για τον αββά Σέργιο, τον αναχωρητή λέγοντας οτι:
" Όταν έμενε στο Σινά., ο οικονόμος τον τοποθέτησε στα μουλάρια. Μιά μέρα καθώς επέστρεφε, ένα λιοντάρι ήταν ξαπλωμένο στο δρόμο. Μόλις το είδαν τα μουλάρια και οι οδηγοί τους ζάρωσαν από το φόβο τους, το έβαλαν στα πόδια. Τότε ο αββάς Σέργιος αφού πήρε από το σάκκο του ένα κομμάτι ψωμί, πλησίασε το λιοντάρι και του λέει:
- Πάρε την ευλογία των πατέρων και φύγε απο τον δρόμο για να περάσουμε.
Αφού πήρε το λιοντάρι την τροφή, έφυγε".


* * *


Για τον ίδιο τον αββά Σέργιο, τον αναχωρητή, μας διηγήθηκε ο μαθητής του, ο αββάς Σέργιος ο Αρμένης οτι:
- Με ενοχλούσε πολύ που ο αββάς Γρηγόριος, ο οποίος ήταν ηγούμενος του μοναστηριού των Φάρων να τον πάω στο γέροντα (αββά Σέργιο). Μια μέρα λοιπόν τον πήγα στον γέροντα . Βρισκόταν εκείνη την εποχή ο γέροντας στα μέρη της Νεκράς θάλασσας. Μόλις λοιπόν τον αντίκρυσε ο γέροντας, τον ασπάσθηκε με πάρα πολύ χαρά και αφού έφερε νερό του έπλυνε τα πόδια και ολόκληρη τη μέρα συζητούσε μαζί του για την ωφέλεια της ψυχής. Την επόμενη μέρα τον ξεπροβόδισε.
Όταν λοιπόν έφυγε ο αββάς Γρηγόριος λέω στον γέροντα:
- Γνωρίζεις πάτερ, οτι σκανδαλίσθηκα, γιατί ενω σου έφερα πολλούς επισκόπους και πρεσβύτερους και μερικούς άλλους, ποτέ κανενός απ' αυτούς δεν έπλυνες τα πόδια παρά μόνο του αββά Γρηγορίου;
Τότε μου απαντά ο γέροντας:
- Εγω, ποιός είναι ο αββάς Γρηγόριος δεν γνωρίζω· αυτό μόνο γνωρίζω, οτι πατριάρχη δέχτηκα στη σπηλιά μου. Γιατί είδα να φορά ωμοφόριο και να κρατά το Ευαγγέλιο.
Πράγματι αυτό πραγματοποιήθηκε, γιατί ύστερα από έξι χρόνια αξίωσε ο Θεός τον αββά Γρηγόριο να γίνει πατριάρχης στη Θεούπολη. όπως προέβλεψε ο γέροντας.

ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Όταν κάποτε ασκήτευε ο αββάς Σιλουανός στο όρος Σινά, ο μαθητής του Ζαχαρίας καθώς έφευγε για κάποιο διακόνημα λέγει στο γέροντα·
" Άφησε να τρέξει νερό και πότισε τον κήπο".
Κι εκείνος βγήκε να ποτίση έχοντας σκεπασμένο το πρόσωπο του με κουκούλα και έβλεπε μόνο εκεί που πατούσε. Εκείνη την ώρα τον συνάντησε ένας αδελφός και, όταν τον είδε από μακριά, κατάλαβε τι έκανε. Μπήκε κατόπιν μέσα στο κελλί ο αδελφός και τον ρώτησε·
- Πές μου αββά γιατί σκέπασες τελείως το πρόσωπο σου με κουκούλα και πότιζες έτσι τον κήπο;
Του λέγει ο γέροντας:
- Το έκανα αυτό παιδί μου, για να μη βλέπουν τα μάτια μου τα δέντρα και απασχοληθεί με αυτά ο νούς μου εξ αιτίας αυτής της εργασίας.
* * *

Ρώτησαν κάποτε τον αββά Σιλουανό:
- Ποιόν τρόπο ζωής ακολούθησες, πάτερ, ώστε να αποκτήσεις αυτή τη φρόνηση;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
- Ουδέποτε άφησα στην καρδία μου λογισμό που να εξοργίζει το Θεό.
* * *

Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σιλουανό:
- Τι να κάνω, αββά; Πως θα αποκτήσω την κατάνυξη; Πολύ ενοχλούμε απο την πνευματική αδράνεια, τον ύπνο και τη νύστα. Και όταν σηκώνομαι από τον ύπνο, παλεύω πολύ με την ψαλμωδία,  αλλά δεν μπορώ να νικήσω τη νύστα και δεν λέγω ψαλμό χωρίς μελωδία.
Κι ο γέροντας του αποκρίθηκε:
- Παιδί μου, το να ψάλλεις ψαλμούς με μελωδία πρώτα-πρώτα αποτελεί υπερηφάνεια · γιατί σου υποβάλλει την ιδέα οτι· εγώ ψάλλω, ο αδελφός δεν ψάλλει· και δεύτερο σου σκληραίνει την καρδιά και δεν σε αφήνει να αισθανθείς κατάνυξη. Εάν λοιπόν θέλεις κατάνυξη άφησε το ψάλσιμο. Και όταν στέκεσαι προσευχόμενος, να ερευνά ο νούς σου τη δύναμη του στίχου και να αναλογίζεσαι οτι βρίσκεσαι μπροστά στο Θεό που γνωρίζει τις σκέψεις και τις επιθυμίες του ανθρώπου. Όταν σηκωθείς από τον ύπνο, πριν απ' όλα να δοξάσεις τον Θεό, ύστερα απάγγειλε το Σύμβολο της Πίστεως και το "Πάτερ ημών" και τότε άρχισε τον κανόνα σου χωρίς βιασύνη, στενάζοντας και ενθυμούμενος τις αμαρτίες σου και την κόλαση στην οποία πρόκειται να βασανίζεσαι.
* * *

Λέγει ο αδελφός:
- Εγώ αββά, από τότε που άρχισα να μονάζω, ψάλλω την ακολουθία του κανόνα των ωρών σύμφωνα με την Οκτάηχο.
Αποκρίθηκε ο γέροντας:
- Γι' αυτό ακριβώς φεύγουν από σένα η κατάνυξη και το πένθος. Θυμήσου τους μεγάλους πατέρες, πως, παρόλο που ήταν αμόρφωτοι και δεν γνώριζαν ούτε ήχους ούτε τροπάρια παρά μόνο λίγους ψαλμούς, έλαμψαν σαν αστέρες στον κόσμο. Τέτοιοι ήταν ο αββάς Παύλος ο απλός, ο αββάς Παμβώ, ο αββάς Απολλώ και οι λοιποί θεοφόροι πατέρες, οι οποίοι και νεκρούς ανέστησαν και μεγάλα θαύματα έκαναν και την εξουσία εναντίων των δαιμόνων είχαν λάβει από το Θεό όχι με τα ψαλσίματα, τα τροπάρια και τις μελωδίες, αλλά με την προσευχή που γίνεται με συντετριμένη καρδία και με τη νηστεία. Με αυτά παραμένει αδιαλείπτως ο φόβος του Θεού μέσα στην καρδία και δυναμώνει το πένθος, που καθαρίζει τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία και κάνει το νου καθαρότερο από το χιόνι. Γιατί η ομορφιά του ψαλσίματος δεν σώζει τον άνθρωπο, αλλά ο φόβος του Θεού και η τήρηση των εντολών του Χριστού τον σώζουν. Το ψάλσιμο όμως πολλούς κατέβασε στα τρίσβαθα της γής, όχι μόνο κοσμικούς αλλά και ιερείς, γιατί αδυνάτισε τον χαρακτήρα τους και τους γκρέμισε στην πορνεία και σε άλλα αισχρά πάθη. Το ψάλσιμο λοιπόν είναι για τους κοσμικούς, γι' αυτό και ο λαός μαζεύεται στις εκκλησίες. Σκέψου, παιδί μου, πόσα αγγελικά τάγματα υπάρχουν στον ουρανό και για κανένα από αυτά δεν λέγει η Γραφή οτι ψάλλουν σύμφωνα με την Οκτάηχο, αλλά οτι το ένα τάγμα ψάλλει ακαταπαύστως το "Αλληλούϊα", άλλο το "Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ" και άλλο "Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου και εκ του οίκου αυτού". Εσύ λοιπόν, παιδί μου, να μιμηθείς τους πατέρες, εάν θέλεις στις προσευχές σου ν' αποκτήσεις κατάνυξη, φυλάγοντας το νου σου όσο μπορείς συγκεντρωμένο και μακριά από ρεμβασμούς. Αγάπησε την ταπείνωση του Χριστού και πρόσεχε τον εαυτό σου περιφρουρώντας το νου σου την ώρα της προσευχής. Και όπου βρεθείς, μη προβληθείς ως σοφός και δάσκαλος, αλλά ως αμόρφωτος και μαθητής, και ο Θεός θα σου χαρίσει την κατάνυξη.

* * *

Είπε κάποιος από τους πατέρες οτι:
" Δίπλα στο ποτάμι, κοντά στην κωμόπολη όπου ζούσε ο μακάριος Σιλουανός στην Παλαιστίνη, διέμενε κάποιος αδελφός που προσποιόταν οτι είναι μωρός. Όταν τον συναντούσε κανένας  αδελφός, αυτός αμέσως γελούσε και γι' αυτό τον λόγο τον άφηναν και έφευγαν. Συνέβη να επισκευθούν τον αββά Σιλουανό τρείς πατέρες ( κάποιοι απεσταλμένοι της Αγίας Τριάδος ή η ίδια η Αγία Τριάς) και αφού προσευχήθηκαν τον παρακάλεσαν να στείλει κάποιον μαζί τους, για να δουν τους αδελφούς στα κελλιά τους.
Λέγουν στο γέροντα:
- Δείξε αγάπη και δώσε εντολή στον αδελφό να μας οδηγήσει σε όλους.
Κι ο γέροντας είπε στον αδελφό μπροστά τους:
- Πήγαινε τους σε όλους τους πατέρες.
Ιδιαιτέρος όμως του παράγγειλε:
- Πρόσεξε να μην τους πάς σ' εκείνο τον σαλό ( τρελλό, με σαλεμένο μυαλό), για να μη σκανδαλισθούν.
Καθώς πήγαιναν από κελλί σε κελλί των αδελφών, έλεγαν οι πατέρες στον οδηγό τους:
- Δείξε αγάπη, πήγαινε μας σε όλους.
κι εκείνος έλεγε:
- Καλά.
Δεν τους πήγε όμως στο κελλί του σαλού, σύμφωνα με την παραγγελία του γέροντα. Όταν επέστρεψαν στον γέροντα, τους ρώτησε:
- Είδατε τους αδελφούς;
Κι εκείνοι απάντησαν:
- Ναι ευχαριστούμε· τούτο μόνο μας κάνει λυπημένους· οτι δεν πήγαμε σε όλους.
Και λέγει ο γέροντας σ' αυτόν που τους συνόδευε:
- Δεν σου είπα να τους πας σε όλους;
Είπε ο αδελφός:
- Έτσι έκανα πάτερ.
Πάλι λοιπόν είπαν οι πατέρες στον γέροντα φεύγοντας:
- Ευχαριστούμε πραγματικά που είδαμε τους αδελφούς, αλλά αυτό μόνο μας προκαλεί λύπη, ότι δεν τους είδαμε όλους.
Τότε λέγει ιδιαιτέρως ο αδελφός στον γέροντα:
- Στον σαλό( τρελλό) αδελφό δεν τους πήγα.
Όταν λοιπόν έφυγαν οι πατέρες, ξανασκεφθηκε μέσα του με διάκριση ο γέροντας το γεγονός ( πως τρείς ξένοι να υπενθημίζουν στον γέροντα οτι δεν πηγαν σε όλους χωρις να έχουν ξαναφανεί στα μέρη τους  ), πηγαίνει στον αδελφό εκείνο που προσποιόταν μωρία χωρίς να κτυπήση την πόρτα, αλλά ανοίγοντας αθόρυβα το μάνδαλο αιφνιδιάζει τον αδελφό και τον βρίσκει να ασκείται έχοντας δύο καλάθια, ένα στα δεξιά και ένα στα αριστερά. Μόλις είδε τον γέροντα, σύμφωνα με την συνήθεια του άρχισε να γελάει.
Του λέει ο γέροντας:
- Άφησε τα αυτά και πες μου ποιά είναι η άσκηση σου.
Κι αυτός πάλι γελούσε.Του λέει τότε ο αββάς Σιλουανός:
- Γνωρίζεις οτι δεν βγαίνω από το κελλί μου παρά μόνο Σάββατο και Κυριακή, αλλά τώρα ήλθα στα μέσα της εβδομάδας, γιατί με έστειλε ο Θεός σ' εσένα.
Εκείνος φοβήθηκε, έβαλε μετάνοια στο γέροντα και του λέει:
- Συγχώρεσε με, πάτερ. Από το πρωί κάθομαι έχοντας τα πετραδάκια αυτά, μπροστά μου. Και όταν μου έλθει λογισμός αγαθός, βάζω μιά πετρούλα στο δεξιό καλάθι, εάν όμως μου έλθει λογισμός πονηρός βάζω στο αριστερό. Το βράδυ λοιπόν μετρώ τις πετρούλες. Και εάν βρεθούν περισσότερες στο δεξιό, τρώγω· εάν όμως βρεθούν περισσότερες στο αριστερό, δεν τρώγω. Και την επόμενη μέρα πάλι· εάν μου έλθη πονηρός λογισμός, λέω στον εαυτό μου· Πρόσεχε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φάς.
Όταν τ' άκουσε αυτά ο αββάς Σιλουανός θαύμασε και είπε:
- Πράγματι, οι πατέρες που με επισκέφθηκαν ήταν άγιοι άγγελοι, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού· γιατί η παρουσία τους μου έδωσε πολλή χαρά και πνευματική ευφροσύνη.

ΣΙΣΟΗΣ

Ένας αδελφός αδικήθηκε από άλλο αδελφό και πήγε στον αββά Σισόη και του λέει:
- Αδικήθηκα από κάποιον αδελφό και θέλω να εκδικηθώ.
Ο γέροντας τον παρακαλούσε λέγοντας:
- Όχι, παιδί μου,  άφησε καλύτερα την εκδίκηση στο Θεό.
Αυτός όμως έλεγε:
- Δεν θα ησυχάσω ώσπου να πάρω εκδίκηση.
Τότε ο γέροντας είπε:
- Ας προσευχηθούμε αδελφέ.
Και αφού σηκώθηκε ο γέροντας είπε:
" Θεέ μου, δεν έχουμε ανάγκη να φροντίζεις εσύ για μας, γιατί εμείς την εκδίκηση μας την παίρνουμε μόνοι μας."
Όταν άκουσε αυτά ο μοναχός έπεσε στα πόδια του γέροντα λέγοντας:
- Δεν έχω πια αντιδικία με τον αδελφό μου, συγχώρεσε με, αββά".
* * *
Έλεγε στον αββά Σισόη ο μαθητής του:
- Πάτερ, γέρασες, ας πάμε κοντά σε κατοικημένο τόπο.
Του λέγει ο γέροντας:
- Πάμε εκεί όπου δεν υπάρχει γυναίκα.
Λέγει ο μαθητής:
- Και σε ποιόν τόπο δεν υπάρχει γυναίκα εκτός από την έρημο;
Λέγει τότε ο γέροντας:
- Οδήγησε με στην έρημο.
* * *

Είπε κάποτε ο αββάς Σισόης με παρρησία:
" Θάρρος· να έχω τριάντα χρόνια που δεν παρακαλώ το Θεό για αμρτία, αλλά αυτό προσεύχομαι· ' Κύριε Ιησού φύλαξε με από τη γλώσσα μου'. Και ως τώρα, κάθε μέρα πέφτω εξ' αιτίας της και αμαρτάνω".
* * *

Ένας αδελφός είπε στον αββά Σισόη:
- Γιατί δεν φεύγουν τα πάθη από μέσα μου;
Του λέγει ο γέροντας:
- Τα σκεύοι τους είναι μέσα σου. Δωσε τους την πληρωμή τους και θα φύγουν.
* * *

Έλεγε κάποτε ο αββάς Σισόης στο όρος του αββά Αντωνίου επειδή άργησε ο διακονητής του να πάει κοντά του, για δέκα μήνες περίπου δεν είδε άνθρωπο. Ενώ βάδιζε στο όρος βρίσκει ένα Φαρανίτη που κυνηγούσε άγρια ζώα και τον ρωτά ο γέροντας:
- Από που έρχεσαι και πόσο καιρό είσαι εδώ;
Κι αυτός είπε:
- Αλήθεια, αββά, έχω ένδεκα μήνες σ' αυτό το όρος και δεν είδα άλλο άνθρωπο εκτός από σένα.
Όταν άκουσε αυτά ο γέροντας μπήκε μέσα στο κελλί του και χτυπιόταν λέγοντας:
- Να, Σισόη, νόμισες πως κάτι έκανες, αλλά ούτε αυτόν το λαϊκό δεν έφτασες.
* * *

Έγινε προσφορά στο όρος του αββά Αντωνίου και βρέθηκε εκεί ένα αγγείο με κρασί. Ένας από τους γέροντες πήρε μικρό αγγείο και ποτήρι, το πήγε στον αββά Σισόη και του έδωσε και εκείνος ήπιε. Έπειτα του έδωσε δεύτερο, και το δέχτηκε. Του έδωσε και τρίτο, αλλά δεν το πήρε λέγοντας:
- Σταμάτα αδελφέ, ή δεν ξέρεις οτι υπάρχει Σατανάς;

* * *
Πήγε κάποτε ένας Θηβαίος στον αββά Σισόη θέλοντας να γίνει μοναχός. Ο γέροντας τον ρώτησε αν έχει κανένα στον κόσμο. Αυτός είπε:
- Έχω ένα γιό.
Του λέει ο γέροντας:
- Πήγαινε ρίξε τον στο πατάμι και έπειτα γίνεσαι μοναχός.
Όταν έφυγε αυτός για να ρίξει τον γιό του, ο γέροντας έστειλε ένα αδελφό για να τον εμποδίσει.
Του λέει ο αδελφός:
- Σταμάτα τι κάνεις εκεί;
Κι εκείνος απάντησε:
- Ο αββάς μου είπε να τον ρίξω.
Λέγει τότε ο αδελφός:
- Ναι, αλλά ύστερα είπε να μην τον ρίξεις.
Και αφού τον άφησε πήγε στο γέροντα και έγινε δόκιμος μοναχός χάρη στην υπακοή του.

* * *
Ένας αδελφός ζήτησε τη γνώμη του αββά Σισόη λέγοντας:
- Αισθάνομαι οτι η παρουσία του Θεού υπάρχει μέσα μου.
Του λέει ο γέροντας:
- Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να είναι μέσα στους λογισμούς σου ο Θεός, σπουδαίο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου κάτω από όλη τη δημιουργία. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στο να ζείς με ταπεινοφροσύνη.

* * *

Πήγαινε κάποτε ένας λαϊκός μαζί με το γιό του προς τον αββά Σισόη στο όρος του αββά Αντωνίου και συνέβη να πεθάνει ο γιός του στο δρόμο. Αυτός δεν ταράχτηκε, αλλά τον πήρε και πήγε με πίστη στο γέροντα και πρόσπεσε με τον γιό του, σαν να έκανε μετάνοια, ώστε να τον ευλογήσει ο γέροντας. Έπειτα σηκώθηκε ο πατέρας, άφησε το παιδί μπροστά στα πόδια του γέροντα και βγήκε έξω.
Ο γέροντας νομίζοντας οτι βάζει μετάνοια του λέει·
- Σήκω, βγές έξω,
γιατί δεν ήξερε οτι ήταν νεκρός. Αμέσως το παιδί σηκώθηκε και βγήκε. Όταν το είδε ο πατέρας του έμεινε εκστατικός. Μπήκε μέσα, προσκύνησε τοο γέροντα και του ανακοίνωσε τι συνέβη. Όταν άκουσε ο γέροντας λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε να γίνει αυτό. Τότε ο μαθητής του γέροντα παρήγγειλε στον πατέρα να μην το πει σε κανένα, ως το τέλος της ζωής του γέροντα.

* * *

Τρείς γέροντες πήγαν στον αββά Σισόη, επειδή άκουσαν γι' αυτόν. Και του λέει ο πρώτος:
- Πάτερ, πως μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;
Αυτός δεν απάντησε. Λέει ο δεύτερος:
- Πάτερ, πως μπορώ να σωθώ από τον βρυγμό των οδόντων και τον σκώληκα τον ακοίμητο;
Και ο τρίτος του λέει:
- Πάτερ, τι να κάνω; Γιατί η μνήμη του εξωτέρου σκότους με σκοτώνει;
Ο γέροντας απάντησε:
- Εγώ κανένα από αυτά δεν θυμάμαι, γιατί ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος και ελπίζω οτι θα μου δώσει το έλεος του.
Ακούοντας αυτά τα λόγια οι γέροντες έφυγαν λυπημένοι. Επειδή όμως ο γέροντας δεν ήθελε να τους αφήσει να φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους και τους είπε:
- Μακάριοι είστε, αδελφοί. Σας ζήλεψα. Γιατί ο πρώτος είπε για τον πύρινο ποταμό, ο δεύτερος για τον Τάρταρο και ο τρίτος για το σκότος. Αν ο νους σας έχει τέτοια μνήμη, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Τι να κάνω εγώ ο σκληρόκαρδος, που δεν συγχωρούμαι να ξέρω οτι ενώ υπάρχη κόλαση για τους ανθρώπους, παρ όλ' αυτά κάθε μέρα αμαρτάνω;
Και αφού μετάνοιωσαν του είπαν:
- Αυτό που ακούσαμε, το διαπιστώσαμε.

* * *

Ρώτησαν κάποιοι τον αββά Σισόη:
- Αν πέσει σε αμαρτία ένας αδελφός, δεν έχει ανάγκη ενός χρόνου για να μετανοήσει;
Αυτός είπε:
- Είναι σκληρός ο λόγος.
Αυτοί του λένε:
- Αλλά έξι μήνες;
Και πάλι είπε:
- Πολύ είναι.
Και αυτοί έλεγαν:
- Μέχρι σαράντα ημέρες;
Πάλι είπε:
- Πολύ είναι.
Του λένε:
- Τι θα γίνει αν πέσει ένας αδελφός και αμέσως τύχει να γίνει τραπέζι αγάπης και αυτός παρουσιαστεί στο τραπέζι;
Τους λέει ο γέροντας:
- Όχι, γιατί έχει ανάγκη να μετανοήσει ολόψυχα ακόμη και σε τρείς μέρες τον δέχεται ο Θεός.

* * *

Ρώτησε ο αββάς Ιωσήφ τον αββά Σισόη:
- Σε πόσο χρόνο οφείλη ο άνθρωπος να κόψει τα πάθη του;
Του λέει ο γέροντας:
- Τους χρόνους θέλεις να μάθεις;
Ο αββάς Ιωσήφ λέει:
- Ναο.
Τότε του λέει ο γέροντας:
- Την ώρα που έρχεται το πάθος ξερίζωσε το αμέσως.

* * *

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
- Πως άφησες τη Σκήτη όπου έμενες με τον αββά Ωρ και ήλθες να καθίσεις εδώ;
Λέει ο γέροντας:
- Επειδή άρχισε να γεμίζει η Σκήτη και άκουσα οτι κοιμήθηκε ο αββάς Αντώνιος, σηκώθηκα και ήλθα εδώ στο όρος. Και επειδή βρήκα ησυχία κάθισα λίγο καιρό.
Του λέει ο αδελφός:
- Πόσο καιρό έχεις εδώ;
Του λέει ο γέροντας:
- Είναι εβδομήνταδύο χρόνια.

* * *

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
- Αν ενώ βαδίζουμε ο οδηγός μας χάσει τον δρόμο, πρέπει να του το πούμε;
Ο γέροντας λέει:
- Όχι.
Του λέει ο αδελφός:
- Αλλά θα τον αφήσουμε να μας πλανήσει;
Του λέει ο γέροντας:
- Τι λοιπόν, θα πάρεις ραβδί να τον δείρεις; Εγώ ξέρω οτι κάποιοι αδελφοί πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους τη νύχτα πλανήθηκε. Ήταν δώδεκα και όλοι ήξεραν οτι έχασαν το δρόμο, αλλά καθένας αγωνιζόταν να μη μιλήσει. Όταν ξημέρωσε κατάλαβε ο οδηγός οτι έκαμε λάθος και τους λέει· ' Συγχωρέστε με '. Και όλοι του είπαν ' Κι εμείς το ξέραμε, αλλά δεν μιλήσαμε'. Κι αυτός θαύμασε και είπε· ' Ως τον θάνατο εγκρατεύονται οι μοναχοί να μη μιλήσουν'. Και δόξασε τον Θεό. Και το μήκος του δρόμου που πήραν κατά λάθος ήταν δώδεκα μίλια.

* * *

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
- Τι να κάνω, αββά, γιατί έπεσα σε αμαρτία;
Του λέει ο γέροντας:
- Σήκω πάλι.
Λέει ο αδελφός:
- Σηκώθηκα και πάλι έπεσα.
Λέει ο γέροντας:
Σήκω πάλι και πάλι.
Και τότε είπε ο αδελφός:
- Ως πότε;
Και λέει ο γέροντας:
- Ώσπου να σε βρεί ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στη πτώση. Γιατί όπως βρεθεί ο άνθρωπος, έτσι και θα φύγει.

* * *

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισόη:
- Πες μου αδελφέ ωφέλιμο λόγο.
Κι εκείνος είπε:
- Γιατί με αναγκάζεις να μιλήσω άδικα; Κάνε αυτό που βλέπεις.

* * *

Έλεγαν για τον αββά Σισόη οτι αρρώστησε και ενώ κάθονταν κοντά του γέροντες μίλησε σε κάποιους.
Του λένε:
- Τι βλέπεις, αββά;
Και τους απαντά:
- Βλέπω κάποιους που ήλθαν σε μένα και τους παρακαλώ να μ' αφήσουν λίγο να μετανοήσω.
Του λέει ένας από τους γέροντες:
- Κι αν σ' αφήσουν, τι μπορείς να κάνεις από δω και πέρα με τη μετάνοια;
Του λέει ο γέροντας:
- Κι αν δεν μπορώ, μπορώ όμως να στενάζω ακόμη λίγο για την ψυχή μου κι αυτό μου είναι αρκετό.

* * *

Έλεγε ο αββάς Σισόης:
- Όταν ήμουν στη Σκήτη με τν Μακάριο πήγαμε να θερίσουμε μαζί του επτά μοναχοί. Και να πίσω μας μια χήρα σταχομαζώχτρα, που έκλαιγε ασταμάτητα.
Φώναξε ο γέροντας τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρώτησε:
- Τι έχει αυτή η γριά και κλαίει συνεχώς;
Αυτός απαντά:
- Ο άνδρας της φύλαγε κάτι πολύτιμο που του εμπιστεύθηκαν σαν παρακαταθήκη, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το έκρυψε και ο ιδιοκτήτης της παρακαταθήκης θέλει να πάρει δούλους αυτήν και τα παιδιά της.
Του λέει ο γέροντας:
- Πες της να ρθεί σε μας εκεί που αναπαυόμαστε από τη ζέστη.
Όταν ήλθε η γυναίκα της λέει ο γέροντας:
- Γιατί κλαίς συνέχεια;
Κι αυτή είπε:
- Ο άνδρας μου πέθανε ενώ είχε την παρακαταθήκη κάποιου και πεθαίνοντας δεν είπε που την έβαλε.
Της είπε ο γέροντας:
- Έλα δείξε μου που τον έθαψες.
Τότε πήρε τους αδελφούς του και βγήκε μαζί της. Όταν έφτασε στον τόπο του μνήματος της λέει:
- Πήγαινε σπίτι σου.
Τότε προσευχήθηκαν αυτοί και ο γέροντας φώναξε στο νεκρό:
- Ε, συ, που έβαλες τη ξένη παρακαταθήκη;
Αυτός απάντησε:
- Είναι κρυμμένη στο σπίτι μου κάτω απο το πόδι του κρεβατιού.
Του λέει τότε ο γέροντας:
Κοιμήσου πάλι ως την ημέρα της αναστάσεως.
Όταν είδαν αυτά οι αδελφοί έπεσαν από φόβο στα πόδια του.
Και τους είπε ο γέροντας:
- Αυτό δεν έγινε για μένα, γιατί δεν έχω τίποτε, αλλά ο Θεός το έκανε για τη χήρα και τα ορφανά. Αυτό είναι το σπουδαίο· επειδή ο Θεός θέλει τη ψυχή αναμάρτητη και οτι ζητήσει το παίρνει.
Και πήγε και ανήγγειλε στη χήρα που βρίσκεται η παρακαταθήκη. Αυτή την πήρε και την έδωσε στον ιδιοκτήτη της και ελευθέρωσε τα παιδιά της. Και όλοι όσοι το άκουσαν, δόξασαν τον Θεό.

* * *

Έλεγαν οτι:
" Όταν επρόκειτο να πεθάνει ο αββάς Σισόης, ενώ όλοι οι πατέρες κάθονταν κοντά του, το πρόσωπο του έλαμψε σαν ήλιος και τους λέει·
- Να ήλθε η χορειά των Προφητών.
Και πάλι το πρόσωπο του έλαμψε ακόμη πιό πολύ και είπε:
- Να ήλθε η χορειά των Αποστόλων.
Και πάλι έλαμψε διπλά το πρόσωπο του και ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Τον ρώτησαν οι γέροντες:
- Με ποιόν μιλάς πάτερ;
Και αυτός είπε:
- Να, οι άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και τους παρακαλώ να μ' αφήσουν να μετανοήσω ακόμη περισσότερο.
Του λένε οι γέροντες:
- Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσεις, πάτερ.
Και ο γέροντας είπε:
- Πραγματικά δεν ξέρω αν έχω αρχίσει να μετανοώ.
Και όλοι έμαθαν οτι έφτασε στην τελειότητα. Και πάλι ξαφνικά έγινε το πρόσωπο του σαν ήλιος και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέει ο γέροντας:
- Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέει· Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου.
Και αμέσως παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή και γέμισε το κελλί από ευωδία.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ
Ήταν στα τελευταία του ο αββάς Στέφανος ο Βυζάντιος. που είχε χρηματίσει αρχειοφύλακας του στρατηγού Μαυριανού. Καθισμένοι πλάϊ του τον περιμέναμε πιά εγώ κι ο αββάς Θεοδόσιος, ο αφρικανός, επίσκοπος Βαβυλώνος. Τον διαβάζαμε τον 118ον ψαλμό, τον "άμωμο", όπως συνηθίζεται για τους ψυχορραγούντες, όταν ξαφνικά στρέφει εκείνος το βλέμμα του έντονα σε κάποιον που εμφανίστηκε μπροστά του και του λέγει με βαριά φωνή:
- Τι ήρθες εδώ; Γκρεμίσου στο σκότος το εξώτερο, Δεν έχεις δουλειά μαζί μου. Μερίς μου ο Κύριος.
Μόλις λοιπόν φτάσαμε να πούμε διαβάζοντας τον στίχο τούτον " Μερίς μου ει Κύριε", ο αββάς Στέφανος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Ψάξαμε για κανένα ρούχο να τον αλλάξουμε για την ταφή, μα δεν βρήκαμε. Και τι πλούτοι και τι δόξες είχε κάποτε...


Το γεροντικόν του Σινά
Δημήτριου Γ. Τσάμη
Θεσσαλονίκη 1988