Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν

Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.
Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.
Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει.
ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.
Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζί με τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.
Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι».
Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ᾖρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.
Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.
Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.
Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.
Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα.
-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι;
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες:
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου!
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα:
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά;
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν:
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου:
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο.
Ἐγὼ ρώτησα τότε:
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ᾖρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ᾖλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος:
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς,
Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω;
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα:
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις,
«οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά».
Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.
ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.
Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, o Ορέστης και η Υπατία

 Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, o Ορέστης και η Υπατία


Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, o Ορέστης και η  Υπατία
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και οι σχέσεις του με τον έπαρχο Ορέστη και τη Φιλόσοφο Υπατία
Ειρήνης Αρτέμη
Πτ. Θεολογίας -Φιλολογία Πανεπιστημίου Αθηνών
Mphil
 Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
υπ. διδάκτορος Θεολογίας  Πανεπιστημίου Αθηνών
Στην εργασία αυτή θα αναφερθούμε στις σχέσεις ενός σπουδαίου πατρός της αρχαίας Εκκλησίας του πατριάρχη Κυρίλλου Αλεξανδρείας με δύο εξέχοντα πρόσωπα της πόλεως της Αλεξάνδρειας, τον έπαρχο Ορέστη και τη φιλόσοφο Υπατία.
Ο ιερός Κύριλλος υπήρξε σημαντική μορφή για την εποχή του. Άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον εκκλησιαστικό βίο όσο και στη διαμόφωση της χριστιανικής διδασκαλίας και κυρίως στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος τον 5 αι. Για τη ζωή του ιερού πατρός λίγα πράγματα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ του 370 με 380 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεώς του δεν έχουμε τη δυνατότητα να τη γνωρίζουμε. Καταγόταν από εύπορη ελληνική οικογένεια της πόλεως της Αλεξάνδρειας, αν και συχνά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος τον αποκαλεί «Αιγύπτιον», δηλαδή αυτόν που κατάγεται από την Αίγυπτο[1], με σκοπό να τον χλευάσει.
Θείος του υπήρξε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, άνδρας δυναμικός και εύστροφος, τον οποίο ο Κύριλλος πάντοτε τον ανέφερε με ευγνωμοσύνη και αγάπη[2]. Μεγάλωσε λοιπόν, ο Κύριλλος μέσα σε ένα περιβάλλον, το οποίο του προσέφερε τη δυνατότητα να λάβει ευρεία και επιμελημένη εκπαίδευση αλλά και να συναναστραφεί με εξέχοντα πρόσωπα της αλεξανδρινής κοινωνίας, τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής σκηνής.
Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή της Αλεξάνδρειας με διδάσκαλο το Δίδυμο τον Τυφλό[3] και παρακολούθησε μαθήματα της περίφημου αλεξανδρινής φιλοσόφου - μαθηματικού Υπατίας[4]. Οι γνώσεις του επλουτίζονταν συνέχεια από τη μελέτη συγγραμμάτων σπουδαίων χριστιανών συγγραφέων, πατέρων της Εκκλησίας, όπως ήταν ο Μέγας Αθανάσιος[5], οι Καππαδόκες Πατέρες[6] κ.α., αλλά και συγγραμμάτων συγγραφέων της θύραθεν φιλολογίας. Παράλληλα γαλουχήθηκε θεολογικά στην έρημο κάτω από την απεριόριστη φροντίδα των ζηλωτών μοναχών της Νιτρίας, κοντά στους οποίους πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτοί πιθανόν του ενέπνευσαν τον πύρινο και ανυπόμονο ζήλο, που χαρακτηρίζει τον Κύριλλο σε όλη τη διάρκεια του βίου του[7].
Μετά την κοίμηση του θείου του, αναμετράται με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο για τον πατριαρχικό θρόνο. Στην αναμέτρηση αυτή βγαίνει νικητής και ανέρχεται στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξανδρείας στις 18 Οκτωβρίου του 412[8]. Ως νέος Αρχιεπίσκοπος, καυτηριάζει με δριμύτητα την κοινωνική ανισότητα και την αναλγησία των πλουσίων. Ψέγει την πολιτική εξουσία για την ανοχή της σε φαινόμενα αδικιών έναντι των φτωχών, σε απάτες, επιορκίες, σε φαινόμενα έκλυτου βίου[9]. Δε διστάζει να εναντιωθεί σε ένα πολιτικό κατεστημένο, το οποίο οδηγεί τους πολίτες της Αλεξάνδρειας και γενικότερα της Αιγύπτου σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και που οξύνει την κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Αρχικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση όλων όσων αποτελούσαν κίνδυνο για την εδραιωμένη πια χριστιανική Εκκλησία[10]. Στο σημείο αυτό κατηγορήθηκε από πολλούς αντιπάλους τους ως αλαζόνας, σκληρός και ματαιόφρονος άνθρωπος, κάτι όμως που καταρρίπτεται αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά την όλη δημόσια δράση του. Σκοπός του ήταν η θωράκιση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε απειλή, η οποία θα κλώνιζε τους πιστούς και όχι τα θεμέλιά της, γιατί Εκείνη έχοντας ως κεφαλή τον ενσαρκωμένο θείο Λόγο είναι προορισμένη να ζήσει εις τους αιώνας και «Πύλαι άδου ου κατασχύνουσι»[11]. Πολέμησε με πάθος υπολείμματα παλαιοτέρων αιρέσεων όπως οι Νοβατιανοί[12], οι Αρειανοί[13], οι οπαδοί του Μαρκίωνα[14], του μοναρχιανού Παύλου Σαμοσατέα[15]. Σχετικά μάλιστα με τους Νοβατιανούς ένας εκπρόσωπός τους ο ιστορικός Σωκράτης γράφει: «Ευθέως ουν Κύριλλος τας εν Αλεξανδρεία Ναυατιανών εκκλησίας αποκλείσας, πάντα μεν τα ιερά κειμήλια έλαβε, το δε επίσκοπον αυτών Θεόπεμπτον, πάντων ων είχε αφείλετο»[16].
Χαρακτηριστικά σκληρή και αδυσώπητη υπήρξε η στάση του απέναντι στους Εθνικούς[17], οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επίδραση στο χριστιανικό λαό, με τη μαγεία, την αστρολογία, τη δεισιδαιμονία, «......» και με την ύπαρξη κάποιου μαντείου στο Μένουθις στο οποίο λατρευόταν μία ψεύτικη θεά «η Κυρά»[18]. Επίσης πολέμησε τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν γύρω στους 40.000 στην Αλεξάνδρεια. Έκλεισε τις συναγωγές τους και εξόρισε πολλούς από αυτούς. Η πολεμική του έναντι των Ιουδαίων τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεροληπτική στάση του έπαρχου της πόλεως Ορέστη. Ο τελευταίος αν και δήλωνε χριστιανός, χαρακτηριζόταν συχνά από τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας «θύτης και έλληνας», δηλαδή ειδωλολάτρης, εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς του απέναντι στους χριστιανούς, η οποία γινόταν αιτία για συνεχείς προστριβές μεταξύ χριστιανών και Ιουδαίων.
Οι Ιουδαίοι έχοντας την απροκάλυπτη στήριξη του έπαρχου Ορέστη ασκούσαν στυγνή τοκογλυφία απέναντι στους χριστιανούς, οι οποίοι μη δυνάμενοι να ανταποκριθούν στην απόσβεση των δανείων τους η των γενικοτέρων οφειλών τους κατέληγαν δούλοι και δημεύονταν η περιουσία τους. Για το λόγο αυτό οι Ιουδαίοι ήταν περισσότερο επικίνδυνοι για τον Κύριλλο από τους ειδωλολάτρες, γιατί οι πρώτοι απειλούσαν ολόκληρη την κοινωνική υπόσταση των χριστιανών ενώ οι τελευταίοι επιτελούσαν το έργο του μισόκαλου εχθρού με σκοπό την απώλεια της ψυχής των πιστών εν Χριστώ και τη ρίψη της στο βάθρο της απωλείας.[19]
Βασική πηγή για τα τεκταινόμενα της εποχής αποτελεί ο ιστορικός Σωκράτης, ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε ότι άνηκε στις τάξεις των Νοβατιατών. Αυτό προσδίδει μεγαλύτερη εγκυρότητα στα γραφόμενά του σχετικά με τον Άγιο Κύριλλο, μιας και δε μεροληπτούσε υπέρ του πατριάρχη Αλεξανδρείας, ως φιλικά προσκείμενος σε αυτόν. Ο Σωκράτης τονίζει ότι ο Ορέστης, αν και δήλωνε χριστιανός μισούσε φανατικά τους επισκόπους και θεωρούσε ότι ασκούσαν εξουσία και είχαν αρμοδιότητες δοσμένες από το αυτοκράτορα, τις οποίες δεν έπρεπε να έχουν: «εμίσει την δυναστείαν των επισκόπων, ότι παρηρούντο πολύ της εξουσίας των εκ βασιλέως άρχειν τεταγμένων»[20]. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να προσπαθήσει να εκθέσει τον πατριάρχη Αλεξανδρείας στα μάτια του λαού της Αλεξάνδρειας και να δημιουργήσει προστριβές μαζί του.΄
Ο Κύριλλος ως έξυπνος άνθρωπος που ήταν γνώριζε ότι έπρεπε να έχει καλές σχέσεις με τον Ορέστη. Προσπάθησε επομένως πολλές φορές να συμφιλιωθεί μαζί του χωρίς αποτέλεσμα. Η ρήξη τους έγινε αγεφύρωτη, όταν ο Ορέστης στράφηκε εναντίον του Ιέρακος, ανθρώπου της εμπιστοσύσης του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και του επέβαλε σκληρά μέτρα: «Ην δε εν αυτοίς τις ανήρ ονόματι Ιέραξ͵ ος γραμμάτων μεν των πεζών διδάσκαλος ην͵ διάπυρος δε ακροατής του επισκόπου Κυρίλλου καθεστώς͵ και περί το κρότους εν ταις διδασκαλίαις αυτού εγείρειν ην σπουδαιότατος. Τούτον τοίνυν τον Ιέρακα το πλήθος των Ιουδαίων εν τω θεάτρω θεασάμενοι κατεβόων ευθύς͵ ως δι΄ ουδέν άλλο παραβάλλει τω θεάτρω͵ η ίνα στάσιν τω δήμω εμβάλοι. ... αρπάσας ουν τον Ιέρακα δημοσία εν τω θεάτρω βασάνοις υπέβαλλεν.»[21]. Το τελευταίο έδωσε την αφορμή να παραμεριστεί το παραπέτασμα της δήθεν καλής συνύπαρξης μεταξύ Ιουδαίων και χριστιανών και να εκδηλωθεί το απέραντο μίσος των Ιουδαίων για τους τελευταίους. Πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τους Ιουδαίους με δόλιο τρόπο. Οι Ιουδαίοι μία νύκτα προκάλεσαν μεγάλες ταραχές διαδίδοντας τη φήμη ότι πυρπολούνταν ο ναός του Αγίου Αλεξάνδρου. Τρέχοντας οι χριστιανοί να σώσουν τον ναό έπεσαν σε ενέδρα των Ιουδαίων οι οποίοι και φόνευσαν πολλούς. Τότε ήταν που ο Κύριλλος στράφηκε εναντίον τους, έχοντας την άδεια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β[22]. Έκλεισε τις συναγωγές τους, όπως προαναφέρθηκε, πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον τους και βοηθούμενος από τον λαό απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια δημεύοντας και την περιουσία των πρωτουργών των δολοφονιών έναντι των χριστιανών.
Το μίσος του έπαρχου Ορέστη απέναντι στον Κύριλλο λέγεται ότι το κρατούσε άσβεστο και η Υπατία, θυγατέρα του φιλοσόφου Θέωνος, που προκαλούσε όλη την προσοχή της πόλεως με τη σοφία της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να φέρουμε ως μαρτυρία τα λόγια του ιστορικού Σωκράτους «επειδή γαρ συνετύγχανε συχνότερον τω Ορέστη, διαβολήν τούτο εκίνησε κατ' αυτής παρά τω της Εκκλησίας λαώ, ως άρα είη αύτη μη συγχωρούσα τον Ορέστην εις φιλίαν τω Επισκόπω συμβήναι»[23]. Οι σχέσεις του Ορέστη με τον Κύριλλο είχαν κλυδωνιστεί στον ύψιστο βαθμό. Το τελικό χτύπημα για να γίνει το χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ του Πατριάρχη και του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο βασανισμός και η καταδίκη σε θάνατο ενός μοναχού από τη Νιτρία του Αμμωνίου.
Αυτός γεμάτος από τυφλό ζήλο για να υπερασπιστεί τον Πατριάρχη του μαζί με άλλους μοναχούς επιτέθηκαν φραστικά στον Ορέστη. Δυστυχώς η επίθεση δεν έμεινε μόνο στα λόγια αλλά προέβηκε και στο χτύπημα της κεφαλής του Ορέστη από μία πέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη, ο βασανισμός και η θανάτωση του Αμμωνίου. Ο Κύριλλος πήρε το νεκρό σώμα του Αμμωνίου και το έθαψε με τιμές μάρτυρα. Κάτι που εξαγρίωσε περισσότερο τον Ορέστη: «του δε Αμμωνίου το σώμα αναλαβών και εν μια των εκκλησιών αποθέμενος͵ όνομα έτερον αυτώ επιθείς Θαυμάσιον επεκάλεσε͵ και μάρτυρα χρηματίζειν εκέλευσεν͵ εγκωμιάζων αυτού επ' εκκλησίας το φρόνημα͵ ως αγώνα υπέρ ευσεβείας ανελομένου»[24].
Δυστυχώς αυτή η διαμάχη μεταξύ Κυρίλλου και Έπαρχου είχε και άλλο θύμα εκτός του Αμμωνίου. Τυφλωμένος από την οργή ο όχλος από μερικούς χριστιανούς με πρωτοστάτη τον αναγνώστη Πέτρο κατά τη μαρτυρία του Σωκράτους του Σχολαστικού[25] επιτέθηκε και σκότωσε την Υπατία στις 15 Μαρτίου το 415. Λέγεται ότι ο όχλος είχε επηρεαστεί από ένα φλογερό κήρυγμα του Αγίου Κυρίλλου. Δεν κατηγορείται ποτέ από κανένα σύγχρoνό του ως ηθικός αυτουργός για το φόνο. Η κατηγορία αυτή του προσάφθηκε πολύ αργότερα από κάποιος ψευδοιστορικούς.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη δολοφονία της φιλοσόφου είχαν και οι «παραβαλανείς», οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη οργάνωση, ασχολούμενοι με έργα φιλανθρωπίας και παρέμειναν κοντά στο εκκλησιαστικό βαλανείο, από όπου πήραν και το όνομά τους.[26] Ο ιστορικός Σωκράτης σημειώνει ότι ήταν επιρρεπείς σε κοινωνικές αναταραχές «ο των Αλεξανδρέων δήμος πλέον των άλλων δήμων χαίρει ταις στάσεσι· ει δε πότε και προφάσεως λάβηται εις αφόρητα καταστρέφει κακά· δίχα γαρ αίματος παύεται της ορμής»[27]. Η γενικότερη στάση τους δικαιολογεί το νόμο που εκδόθηκε περί των κληρικών και των «παραβαλάνων» της Αλεξάνδρειας στις 28 Σεπτεμβρίου 416 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β'. Οι «παραβαλάνοι»[28], ήταν ένα ειδικό σώμα 500 ανδρών, το οποίο ήταν κάτω από τις εντολές του εκάστου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Υπήχθησαν όμως δια του αυτού νόμου υπό την δικαιοδοσία του έπαρχου Αλεξανδρείας. Ως δικαιολογία της μεταβολής αυτής υπήρξε ότι το σώμα αυτό ενέσπειρε τον τρόμο και την φρίκη στην Αλεξάνδρεια δια των αταξιών αυτού, εν αγνοία του Πατριάρχη. Ο λαός της Αλεξάνδρειας ζήτησε από τον αυτοκράτορα στέλνοντας του πρεσβεία να λάβει τα μέτρα του κατά των παραβαλάνων. Αντίθετα πουθενά δεν αναφέρεται ότι κατηγόρησαν τον Πατριάρχη τους για τις ταραχές που γίνονταν αλλά ούτε και για το φόνο της Υπατίας, ο οποίος απουσίαζε από την Αλεξάνδρεια την περίοδο του φόνου.
Ο Κύριλλος ήταν άξιος διάδοχος του πατριαρχικού θρόνου του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να φέρει την ειρήνη ανάμεσα στο λαό της Αλεξάνδρειας. Αυτό όμως δεν τον έκανε δουλοπρεπή απέναντι στην πολιτική εξουσία, αντίθετα «δε δίστασε να υψώσει τη φωνή του όταν έβλεπε ότι απειλούνταν τα συμφέροντα της Εκκλησίας αλλά και των χριστιανών της Αλεξάνδρειας. Το έργο και η φήμη του γρήγορα απλώθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η αγάπη του για την Εκκλησία ήταν η ασπίδα του εναντίον οποιασδήποτε απειλής απ' όπου αυτή και αν προερχόταν. Στα μετέπειτα χρόνια δε δίστασε να εναντιωθεί με σθένος στη δογματική κακοδοξία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου[29]. Έφτασε στο σημείο να δεί ο ίδιος τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, παρόλα τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει[30] και να του εκθέσει τις πλάνες του Νεστορίου, που αποτελούσαν αγκάθι για τη χριστολογία της Εκκλησίας. Φυσικά δεν αρκέστηκε μόνο στο να συνατήσει το Θεόδόσιο. Με επιστολές του είχε πληροφορήσει τις βασίλισσες[31], οι οποίες ήταν δυναμικότερου χαρακτήρα από τον αυτοκράτορα. Τέλος οργάνωσε το 431 την Γ' Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο και πέτυχε την καταδίκη του Νεστοριανισμού. Η δικαίωσή του έρχεται με την Δ' Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451, επτά χρόνια από την κοίμησή του.
Ποιμένες σαν τον Κύριλλο έδειξαν ότι οι άρχοντες της Εκκλησίας δεν πρέπει να έχουν ως αποκλειστική ενασχόλησή τους τα της Εκκλησίας, αλλά και να στέκονται άγρυπνοι θεματοφύλακες των εθνικών και των θρησκευτικών συμφερόντων της χώρας υψώνοντας τη φωνή τους ακόμη και στον ίδιο τον αυτοκράτορα, τον εκάστοτε άρχοντα κάθε εποχής, προκειμένου να τον προφυλάξουν από εκούσια η ακούσια σφάλματά του. Φυσικά δεν πρέπει να φτάνουν στο άλλο άκρο να ανακατεύονται σε όλα τα πολιτικά πράγματα και να θέλουν να επιβάλουν την άποψη τους στον εκάστοτε κυβερνήτη (παποκαισαρισμός), γιατί τότε τυφλώνονται από την εξουσία μεθάνε και γίνονται υπηρέτες του Μαμωνά και όχι λειτουργοί του Θεού. 

Οι ιστορικές ανακρίβειες της ταινίας «AGORA» του Αλεχάντρο Αμεναμπάρ

Οι ιστορικές ανακρίβειες της ταινίας «AGORA» του Αλεχάντρο Αμεναμπάρ


Οι ιστορικές ανακρίβειες της ταινίας «AGORA» του Αλεχάντρο Αμεναμπάρ

Της Ειρήνης Α. Αρτέμη  - Πτ. Θεολογίας - Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Mphil Θεολογίας Παν. Αθηνών, υπ. διδάκτορος Θεολογίας του Παν. Αθηνών

Η ταινία «Agora» διαπραγματεύεται τη ζωή της Αλεξανδρινής φιλοσόφου Υπατίας μέσα στην ταραγμένη περίοδο του τέλους του 4ου αιώνα και αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αλεχάντρο Αμεναμπάρ, σκηνοθέτης της ταινίας είναι άθεος. Κατά δική του ομολογία γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε μία χριστιανική οικογένεια, μετά έγινε αγνωστικιστής και στη συνέχεια άθεος. Αυτό σημειώνεται, για να γίνει κατανοητο, γιατί ενώ φαίνεται ότι η ταινία επιφανειακά δεν στρέφεται εναντίον της χριστιανικής θρησκείας, στην πραγματικότητα παρουσιάζει τους χριστιανούς φονταμενταλιστές, σκοταδιστές, αδαεις, φανατικούς και τελειώνει αφήνοντας υπονοούμενο ότι ένας σημαντικός άγιος του Χριστιανισμού, ο Κύριλλος πατριάρχης Αλεξανδρείας, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας φανατικός κληρικός και ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της Υπατίας.

Βασική ιστορική πηγή για την ανασκευή των ανακριβειών της ταινίας είναι το έργο του ιστορικού Σωκράτους του Σχολαστικού «Εκκλησιαστική Ιστορία». Αυτός έζησε την ίδια περίοδο με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας. Τα γραφόμενά του έχουν μεγάλη βαρύτητα, γιατί ο Σωκράτης ανήκε στην αίρεση των Νοβατιανών. Τους τελευταίους πολέμησε με πάθος ο Κύριλλος [1]. Στην αρχή της ταινίας παρουσιάζονται οι ειδωλολάτρες να προκαλούν με τα λόγια τους χριστιανούς και εκείνοι να τους επιτίθενται. Σύμφωνα με το Σωκράτη το Σχολαστικό, ο Θεόφιλος πατριάρχης Αλεξανδρείας και θείος του Κυρίλλου είχε πάρει αυστηρά μέτρα εναντίον τους και κατέστρεψε το Σεράπειον και το Μίθρειον. Η αιτία ήταν ότι οι ειδωλολάτρες επιτίθεντο στους χριστιανούς, για το λόγο αυτό οι πρώτοι φοβούνταν την οργή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β´[2] .

Αν και στην ταινία ο Θέων, πατέρας της Υπατίας και σπουδαίος μαθηματικός, τραυματίζεται κατά την καταστροφή του Σεραπείονος ιερού και αργότερα εξαιτίας αυτού του τραύματος πεθαίνει. Στην πραγματικότητα το γεγονός της αιτίας του θανάτου του Θέωνος είναι άγνωστο. Ο θάνατός του πιθανολογείται γύρω στο 405 μ.Χ. Η αιτία για να προσέλθουν πολλοί ειδωλολάτρες στους κόλπους του Χριστιανισμού κατά την ταινία υπήρξε η σκληρή στάση του πατριάρχη Θεοφίλου. Στην πραγματικότητα, όμως, στο Σεράπειον ιερό βρισκόταν άγαλμα που στη βάση του υπήρχε το σύμβολο του Σταυρού. Αυτό έγινε αιτία πολλοί ειδωλολάτρες να πιστέψουν και να βαπτισθούν χριστιανοί[3].

Λανθασμένο θεωρείται, επίσης, το γεγονός ότι μετά το θάνατο του Θεοφίλου, ο Κύριλλος αυτοχρήζεται διάδοχος του θείου του, φορώντας τα αρχιερατικά άμφια του νεκρού και το δακτυλίδι του. Οι Πατριάρχες στο χώρο της Ορθοδοξίας σήμερα δε φορούν δακτυλίδι ως δείγμα αρχιερατικής εξουσίας. Δεν αναφέρεται σε καμία ιστορική πηγή ότι ο Κύριλλος φορούσε δακτυλίδι, για να γίνεται έτσι φανερή η εξουσία του. Αυτός διαδέχθηκε το θείο του Θεόφιλο, ύστερα από την αναμέτρησή του με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο για τον πατριαρχικό θρόνο. Ο Κύριλλος κράτησε σκληρή σταση απέναντι στους Εθνικούς, γιατί τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη ροπή μερικών χριστιανών της Αλεξάνδρειας στη μαγεία, στην αστρολογία και όχι στην αστρονομία και γενικότερα στο ότι παρέμεναν δεσμιοι των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και του παγανισμού. Ο ίδιος είχε μελετήσει τους κλασικούς συγγραφείς της αρχ. Ελλάδας αλλά και τους μεγάλους φιλοσόφους, όπως τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο κ.α., πράγμα που φαίνεται κυρίως στο έργο του «Κατά Ιουλιανού»[4].

Ο Αμμώνιος στο κινηματογραφικό έργο παρουσιάζεται ως φανατικός «παραβαλανεύς»[5], που για χάρη εντυπωσιασμού των ειδωλολατρών περπατούσε ξυπόλητος πάνω στη φωτιά. Οι χριστιανοί, όμως της εποχής εκείνης και γενικότερα δεν κάνουν ποτέ θαύματα για χάρη εντυπωσιασμού αλλά ούτε και για να πείσουν τους αρνητικά διακείμενους προς αυτούς. Η αλήθεια είναι ότι ο Αμμώνιος υπήρξε μοναχός από τη Νιτρία. Στην πόλη της Νιτρίας υπήρχαν γύρω στους πεντακόσιους μοναχούς, οι οποίοι υποστήριζαν με περισσή θέρμη τη χριστιανική διδασκαλία. Σε αυτούς κοντά μόνασε αρκετά χρόνια ο Κύριλλος. Ίσως σε εκείνους να οφείλεται το πάθος του πατριάρχη Αλεξανδρείας για την υπεράσπιση της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Αμμώνιος εξαιτίας της φραστικής επιθέσεώς του στον έπαρχο Ορέστη και της ρίψεως πέτρας στο κεφάλι του επάρχου, συνελήφθηκε, βασανίστηκε και θανατώθηκε. Ο Κύριλλος τον αποκάλε σε μάρτυρα και τον έθαψε με τιμές, ενώ στην ταινία τον ανακηρύσσει άγιο. Στην ορθοδοξία οι άγιοι ανακηρύσσονται μόνο από τον Τριαδικό Θεό και όχι από τους ανθρώπους.


Στο κινηματογραφικό έργο παρουσιάζεται ο έπαρχος Ορέστης ως Χριστιανός που προσπαθούσε να διατηρεί τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των Ιουδαίων, Εθνικών και Χριστιανών κατοίκων της Αλεξάνδρειας. Ο Ορέστης μάλλον είχε ασπασθεί το χριστιανισμό από πολιτικό συμφέρον, κάτι που αποκαλύπτεται και στην ταινία μέσα από την ερώτηση που του κάνει ο Συνέσιος Επίσκοπος Κυρήνης. Ο τελευταίος ρωτάει τον Ορέστη εάν πιστεύει πραγματικά στο Θεό των Χριστιανών η αν έγινε χριστιανός από συμφέρον. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός αναφέρει ότι από πολλούς χριστιανούς της Αλεξάνδρειας ο Ορέστης αποκαλούνταν «Θύτης και Έλληνας», δηλ. ειδωλολάτρης, εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς του απέναντι στους χριστιανούς. Συνεχίζοντας ο ιστορικός αναφέρει το μίσος που ένιωθε ο Ορέστης για τους χριστιανούς επισκόπους[6]. Επίσης δεν γίνεται πουθενά λόγος στο έργο για τα βασανιστήρια που υπέβαλε ο Ορέστης τον Ιέρακα, άνθρωπο της εμπιστοσύνης του Κυρίλλου[7].

Όσον αφορά στο επεισόδιο με τους Ιουδαίους στο θέατρο, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές δεν λιθοβόλησαν οι χριστιανοί τους Ιουδαίους στο θέατρο το Σάββατο. Αντίθετα τους κατηγόρησαν δημόσια ότι αντί να ακούν, όπως όριζε η θρησκεία τους, το λόγο του Θεού στις Συναγωγές τους, εκείνοι βρίσκονταν στο θέατρο[8]. Οι Εβραίοι τονίζουν στους χριστιανούς ότι και ο Χριστός ήταν Εβραίος και χωρίς αυτούς οι τελευταίοι δεν θα υπήρχαν. Αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθεί, γιατί οι Ιουδαίοι δεν αποδέχθηκαν το Χριστό ως Μεσσία και Υιό του Θεού αλλά ως έναν ψευδοπροφήτη.

Η Υπατία στο έργο παρουσιάζεται ως νέα, ωραία γυναίκα και φίλη του Ορέστη. Δε γνωρίζουμε από ιστορικές πηγές εάν ήταν όμορφη. Σίγουρα όμως ήταν πολύ μορφωμένη. Δεν βρισκόταν σε νέα ηλικία, αφού εάν γεννήθηκε το 365 μ.Χ. στην εποχή που ο Κύριλλος έγινε Πατριάρχης ήταν κοντά στην ηλικία των πενήντα ετών. Η ηλικία αυτή ήταν αρκετά μεγάλη και για άντρα αλλά και για γυναίκα για εκείνη την εποχή. Επομένως καταρρίπτεται ο μύθος της νέας, θελκτικής γυναίκας που βρήκε σάρκα και οστά από κάποιους ψευδοϊστορικούς το Μεσαίωνα. Επίσης ήταν γνωστό σε όλους τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας τη συγκεκριμένη εποχή ότι εκείνη υπήρξε η βασική αιτία που εμπόδιζε τον Ορέστη να αποκτήσει αγαστές σχέσεις με τον Κύριλλο[9].

Πουθενά ιστορικά δεν αναφέρεται ότι ο Κύριλλος θεωρούσε τις γυναίκες κατώτερες, όπως παρουσιάζεται μέσα από την ταινία. Στη συγκεκριμένη σκηνή ο Κύριλλος διαβάζοντας απόσπασμα της Β΄ επιστολής του Παύλου προς Τιμόθεον, κηρύττει την κατωτερότητα της γυναίκας έναντι του άνδρα. Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε ποτέ ο Κύριλλος να το κηρύξει, γιατί ο ίδιος μέσα στο έργο του τονίζει ότι η θέση της γυναίκας εξυψώνεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου, μητέρας του Χριστού, της νέας Εύας. Έπειτα θα εναντιωνόταν στη διδασκαλία του Χριστού που εξύψωσε τη γυναίκα και την έκανε ισότιμη με τον άνδρα.

Το ίδιο τονίζει και ο Παύλος μέσα από την προς Εφεσίους Επιστολή του και κυρίως στο απόσπασμα εκείνο που διαβάζεται στο μυστήριο του γάμου. Ο Κύριλλος, κατά την αναφορά του Σωκράτους, έκρινε τον Ορέστη για τα διάφορα ατοπήματά του με βάση την Αγία Γραφή. Ο έπαρχος για να ανασκευάσει τις κατηγορίες του Κυρίλλου και των άλλων Χριστιανών τόνιζε ότι και ο ίδιος ήταν χριστιανός βαπτισμένος από τον Αττικό Κωνσταντινουπόλεως.

Καμία αναφορά δεν υπάρχει σε ιστορικές πηγές της εποχής ότι ο Κύριλλος αποκαλούσε την Υπατία μάγισσα, αντίθετα δείχνει να σεβόταν την επιστημονική της γνώση.

Ιστορικά ο πατριάρχης Αλεξανδρείας δεν παρουσιάζεται ως σκοταδιστής. Μάλιστα ο ίδιος είχε μελετήσει τα έργα του Μ. Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης, του Ωριγένη κ.α. που είχαν διαβάσει η διδαχθεί την αρχαία φιλοσοφία και ενστερνίζονταν επιστημονικές θεωρίες της εποχής που έζησαν. Φυσικά όλοι οι παραπάνω εξετάζουν τις διάφορες επιστημονικές απόψεις υπό το πρίσμα της Χριστιανικής διδασκαλίας. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι πολλοί Χριστιανοί υπήρξαν μαθητές της Υπατίας, όπως ο Συνέσιος Επίσκοπος Κυρήνης[10], ο αδελφός του ο Ευόπτιος της Πτολεμαΐδος, ίσως ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης κ.α.

Η ταινία παρουσιάζει τους χριστιανούς -κυρίως τους παραβαλανείς- εκτός από σκοταδιστές και αδαείς. Αυτοί σε μία συζήτηση μεταξύ τους λένε ότι η γη και ο ουρανός μοιάζουν με ένα μπαούλο και απορρίπτουν τις θεωρίες περί αστρονομίας. Φυσικά οι χριστιανοί δεν απέρριπταν τις θεωρίες της αστρονομίας ούτε επικρατούσε καταδίκη στην πυρά όποιων τις πρέσβευαν. Εξάλλου μεγάλοι εκκλησιαστικοί πατέρες, όπως ο Μ. Βασίλειος είχαν σπουδάσει αστρονομία, μαθηματικά κ.α. στα οποία κάνουν αναφορά στα έργα τους.

Τέλος το κινηματογραφικό έργο θεωρεί ηθικό αυτουργό του φόνου της Υπατίας τον Κύριλλο, όμως τόσο ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, όσο και καμία άλλη ιστορική πηγή της εποχής δεν καταλογίζουν μία τέτοια πράξη στον Πατριάχη Αλεξανδρείας. Αν υπήρχε έστω και μία αμυδρά υποψία για συμμετοχή του Κυρίλλου στο φόνο της φιλοσόφου, θα την εκμεταλλευόταν ο Νεστόριος Κωνσταντινουπόλεως στη θεολογική διαμάχη που είχε με τον Κύριλλο. Επίσης θα έκαναν αναφορά στο γεγονός αυτό οι διάφοροι εχθροί του. Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας ανακηρύχθηκε άγιος από τον Τριαδικό Θεό όχι μόνο για τη ζωή του αλλά και για τη θεολογία του σχετικά με την ενανθρώπηση του δεύτερου Προσώπου της Αγίας Τριάδος καθώς και για την υπεράσπιση του όρου Θεοτόκος για τη μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Εν κατακλείδι, η ταινία μπορεί να έχει ωραία σκηνικά, όμως το θέμα που διαπραγματεύεται, η Υπατία και ο θάνατός της και ο τρόπος που το διαπραγματεύεται γίνεται η αιτία για να θεωρήσουν οι νεοπαγανιστές και οι πολέμιοι της Ορθοδοξίας ότι βρήκαν κάποια ερείσματα εναντίον του Χριστιανισμού. Δυστυχώς όμως για αυτούς τα επιχειρήματά τους για άλλη μία φορά είναι κίβδηλα.


Σημειώσεις:

[1] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7,7 PG 67, 752A.

[2]. Αυτόθι, 5,16-17.

[3]. Αυτόθι, 5,17.26.

[4]. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ιουλιανού: Υπέρ της των χριστιανών ευαγούς θρησκείας προς τα του εν αθέοις Ιουλιανού, Ι - ΧΙΧ, P. Evieux, SC 322 (t. I-II), Paris 1985, σσ. 100-318 (PG 76, 504A-1064B).

[5]. Οι «παραβαλανείς», οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη οργάνωση και ασχολούνταν με έργα φιλανθρωπίας - κάτι που γίνεται φανερό στην ταινία-, παρέμεναν κοντά στο εκκλησιαστικό βαλαβανείο, από όπου πήραν και το όνομά τους. Και σύμφωνα με το Σωκράτη ήταν επιρρεπείς στις κοινωνικές αναταραχές. Πολλές φορές, όμως λειτουργούσαν εν αγνοία του εκάστοτε Πατριάρχη, για το λόγο αυτό με νόμο που εκδόθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β΄ στις 28.09 416 υπήχθησαν υπό τη δικαιοδοσία του επάρχου.

[6].Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7,7 PG 67, 764A.

[7].Αυτόθι, 7, 13-34. PG 67, 761C-764C.

[8]. Αυτόθι, 7, 13.1. PG 67, 761CD.

[9]. Αυτόθι, 7, 15. PG 67, 768Β. Πρβλ. Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία 14,16, PG 146, 1105C-1108B.

[10].C. Lacombrade, Synesios de Cyrene, hellene et chretien, Paris 1951, p.54-55.

Αναδημοσίευση : http://www.egolpion.net/15D15CCA.el.aspx

Εξωχριστιανικές μαρτυρίες τού 1ου και τού 2ου αιώνα για τον Χριστό

Εξωχριστιανικές μαρτυρίες τού 1ου και τού 2ου αιώνα για τον Χριστό


Εξωχριστιανικές μαρτυρίες τού 1ου και τού 2ου αιώνα για τον Χριστό
Κάποιοι που νομίζουν ότι έχουν συμφέρον να βγάλουν τον Χριστό ανύπαρκτο, αναπαράγουν διάφορες αντιστόρητες δηλώσεις, ότι δήθεν ο Χριστός δεν μαρτυρείται από εξωχριστιανικές πηγές. Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε στοιχεία, για τέτοιες εξωχριστιανικές πηγές, που διασώθηκαν.

    Η σπανιότητα των μαρτυριών

    Εξωχριστιανικές πηγές δύο αιώνων

    1. Φλάβιος Ιώσηπος

    2. Πόντιος Πιλάτος

    3. Θαλλός

    4. Μαρα Βαρ Σεραπίων

    5. Τάκιτος

    6. Σουετώνιος

    7. Πλίνιος ο Νεώτερος

    Συγγραφείς τού 2ου αιώνα

    8. Νουμήνιος

    9. Φλέγων

    10. Γαληνός

    11. Λουκιανός

    12. Κέλσος

    13. Μαρτυρίες αιρετικών

    14. Ραβινική φιλολογία


Η σπανιότητα των μαρτυριών

Πριν αναφερθούν τις εξωχριστιανικές μαρτυρίες για την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού αξίζει να γίνει ένα σχόλιο για το πλήθος των μαρτυριών αυτών.

Είναι λοιπόν αυτές λίγες. Παρά το γεγονός ότι τα κεντρικά γεγονότα του βίου του Χριστού και των αρχών της Εκκλησίας Του, όπως αυτά μαρτυρούνται στις εξωχριστιανικές πηγές, είναι αρκετά ευκρινή, οι μαρτυρίες αυτές, είναι λίγες. Αν όμως μελετήσει κάποιος τα πράγματα προσεκτικότερα θα δει πως τελικά το περίεργο δεν είναι η σπανιότητα των αναφορών στον Ιησού αλλά το ότι οι σύγχρονοί του, μη χριστιανοί συγγραφείς, έκριναν το έργο του Χριστού άξιο κάποιας μνείας, έστω και περιορισμένης.

Η Εξήγηση είναι, ότι στην εποχή κατά την οποία εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, οι θρησκευτικές εν γένει υποθέσεις, ελάχιστα προκαλούσαν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων και της λόγιας τάξης γενικά. Οι διανοούμενοι τότε,  θεωρούσαν σύμφωνα με τον Γίββωνα, (αλλά και τα λόγια του ιδίου του Χριστού), όλες τις θρησκείες εξ ίσου ψευδείς. Και μπορεί εξωτερικά να συμμορφωνόντουσαν με τις αξιώσεις τους, εσωτερικά όμως δεν είχαν απλώς κλονιστεί αλλά απιστούσαν εντελώς  σε αυτές. Κυρίως η προσοχή των συγγραφέων τότε στρεφόταν σε γεγονότα πολιτικά, ενώ τα  φαινόμενα της ιστορίας του πολιτισμού βρίσκονταν σε δεύτερη θέση.

Αν όμως κάθε θρησκεία άφηνε τους συγγραφείς εκείνους αδιάφορους, η θρησκεία των Ιουδαίων προκαλούσε  την αποστροφή και την περιφρόνησή τους, περισσότερο από κάθε τι άλλο. Και αυτό γιατί την εποχή εκείνη για τους περισσότερους ο μεν Θεός των Ιουδαίων ήταν ον παράδοξο ακατανόητο και εντελώς ξένο, οι δε Ιουδαίοι ήταν λαός μισητός και άξιος περιφρόνησης και έχθρας μεταξύ των εθνικών. Κατά φυσική συνέπεια λοιπόν και ο Χριστιανισμός που γεννήθηκε στους κόλπους του Ιουδαϊσμού δεν μπορούσε να προκαλέσει το ενδιαφέρων των εθνικών συγγραφέων. Άλλωστε αρχικά θεωρήθηκε ως μία απλώς αίρεση ανάμεσα σε όλες τις άλλες αιρέσεις του Ιουδαϊσμού που σε μεγάλο αριθμό είχαν αναπτυχθεί τότε, και οι οποίες λόγω των μεταξύ τους ερίδων, των αποκρουστικών συνηθειών τους και των τελετών τους ήταν αδύνατο να προκαλέσουν σοβαρό ενδιαφέρον κανενός ειδωλολάτρη παρατηρητή.

Επιπλέον για τους εθνικούς συγγραφείς τα πρώτα έτη του Χριστιανισμού, τότε που δεν είχε φανεί  ακόμη ως θρησκευτική κίνηση που έμελλε να σείσει εκ θεμελίων τον κόσμο,  ο Ιησούς ήταν απλώς ένας νεαρός Ιουδαίος που εκτελέστηκε από τους συμπατριώτες του όπως τόσοι άλλοι ευγενείς και ευπατρίδες, που κατά χιλιάδες σφάχτηκαν από τον Ηρώδη και τους Ρωμαίους διαδόχους του. Για παράδειγμα, ο Ρωμαίος ηγεμόνας της Παλαιστίνης Πόρκιος Φήστος καθώς εισηγείται στον Βασιλέα Αγρίππα την κατηγορία ενάντια στον Παύλο, μιλάει για τον Χριστιανισμό σαν να πρόκειται για δεισιδαιμονία που αφορά τους Ιουδαίους, για τον ιδρυτή δε του Χριστιανισμού μιλά σαν: "περί τινός Ιησού τεθνηκότος, όν έφασκεν ο Παύλος ζήν"). (Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Ο Ιησούς ως ιστορικόν πρόσωπον, εκδ. β' Αθήναι 1923, σελ. 104. Πρβλ. και Πράξεις 24/κδ' 19). Οι συγγραφείς αυτοί δεν αναφέρουν απολύτως τίποτε για τον Θευδά, τον Ιούδα τον Γαυλωνίτη και τον Ματθία Μαργαλώθ, οι οποίοι ήταν σύγχρονοι του Ιησού,  διεκδίκησαν το ρόλο του Μεσσία, στράφηκαν εναντίων της Ρωμαϊκής εξουσίας και συντρίφτηκαν από αυτήν. Η σιγή αυτή των εθνικών συγγραφέων σχετικά με τους ψευδομεσσίες εκείνους δεν μας εκπλήττει ούτε προξενεί την απορία μας. Αλλά τότε γιατί απορούμε αν οι ίδιοι συγγραφείς δεν έδειξαν (ιδιαίτερο) ενδιαφέρον ούτε για τον Ιησού; Μήπως και ο Ιησούς στην αρχή δεν θα εκλαμβανόταν από τους μακριά από τον Ιουδαϊσμό εβρισκόμενους εθνικούς συγγραφείς, ως στασιαστής ή ως κάποιος θερμοκέφαλος και παραδοξολόγος, ο οποίος αφού περιέπεσε σε οξεία διάσταση με τους ομοεθνείς του, σταυρώθηκε από αυτούς και κατασυντρίφτηκε κάτω από την Ρωμαϊκή εξουσία;


Βέβαια εμείς σήμερα, κρίνοντες εκ των υστέρων σε εποχή κατά την οποία σημειώθηκαν ήδη στον βίο της ανθρωπότητας οι κολοσσιαίες αλλαγές που επέφερε ο Χριστιανισμός, βρισκόμαστε κάτω από την ισχυρή εντύπωση που προκαλεί στο πνεύμα μας η μεγάλη αυτή μεταβολή. Και περίπου φανταζόμαστε ότι η τεράστια αυτή δύναμη του Χριστιανισμού φάνηκε από την αρχή, όπως την βλέπουμε εμείς σήμερα. Ξεχνάμε ότι το μεγαλοπρεπές αυτό όρος που κατέλαβε όλη την οικουμένη, ρίφθηκε αρχικά στην γη σαν μικρό πετραδάκι, μικρό εξωτερικά αλλά περικλείον θαυμάσια αλλά αφανή δύναμη. Δεν εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός ως ώθηση κάποιας βίαιης δύναμης, ή ως σφοδρό πλήγμα κάποιας κεραυνοβόλου ανατροπής, ώστε να γίνει σε όλους αισθητή η εμφάνισή του. Μάλλον η εικόνα της, με αθόρυβο τρόπο αλλά σταθερά συντελούμενης ζύμωσης, που ξένη προς τις θορυβώδεις εκρήξεις σιωπηλά αφομοιώνει όλο το ζυμάρι με την μαγιά που τοποθετήθηκε μέσα σε αυτό, μάλλον λοιπόν αυτή η εικόνα είναι αυτή που ακριβέστερα σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίον εμφανίστηκε και εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός. Ποιος λοιπόν θα υποπτευόταν από την αρχή, την μελλοντική επέκταση της νέας πίστης και ποιος θα μπορούσε να υπολογίσει τις τεράστιες συνέπειες τις οποίες θα σημείωνε στην ιστορία του κόσμου η εμφάνισή της; Προφανώς αυτός είναι ένας λόγος που ο Φίλων δεν αναφέρει κάτι. Ο Φίλων, ο οποίος γεννήθηκε το 15 - 21 προ Χριστού και πέθανε το 40 μ. Χ. είναι επόμενο να μη μνημονεύσει πουθενά περί του Ιησού, όχι μόνο γιατί δεν ήταν ιστορικός συγγραφέας αλλά και γιατί δεν πρόφθασε να γνωρίσει καλά την περί τον Ιησού κίνηση, αφού άλλωστε πέθανε σε χρόνους κατά τους οποίος το μίσος των ομοφύλων του κατά του Ιησού ήταν ακόμη άσβεστο και κατά τους οποίος ζούσαν και αυτοί ακόμη οι άρχοντες του έθνους του, που θανάτωσαν τον Ιησού.

Σε αυτά θα  μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι τα τότε μέσα της επικοινωνίας και συγκοινωνίας δεν ήταν τα μέσα της εποχής της πληροφορικής, ούτε καν της εποχής του ατμού. Η μετάδοση κάποιας είδησης από την μία επαρχία στην άλλη απαιτούσε την πάροδο μηνών πόσο μάλλον η ιστορική εξακρίβωσή της από κάποιον μακρινό παρατηρητή.

Και αυτά σε ότι αφορούν σε εκείνους τους εθνικούς συγγραφείς οι οποίοι βρισκόμενοι κάτω από την άμεση επίδραση του ειδωλολατρικού πνεύματος και οι οποίοι αφού δεν κατόρθωσαν να χειραφετηθούν από αυτό περιφρόνησαν τελικά την μωρία του ευαγγελικού κηρύγματος. Αλλά αναμφισβήτητα υπήρξαν και πολλοί από τους διανοουμένους της εποχής εκείνης οι οποίοι εξέτασαν τον Χριστιανισμό και τις περί του ιδρυτή του διηγήσεις με την απαιτούμενη προσοχή. Οι συγγραφείς αυτοί είτε από τον Ιουδαϊσμό είτε από τον εθνισμό προερχόμενοι, αιχμαλωτίστηκαν από το υπερφυές κάλος του Ιησού Χριστού και έγιναν Χριστιανοί. Τέτοιοι υπήρξαν ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, ο Κορδάτος, ο Αριστείδης, ο Μιλτιάδης, ο Μελίτων, ο Αθηναγόρας και άλλοι, των οποίων οι περί Χριστού μαρτυρίες μπορούν να συναριθμηθούν  μαζί με τις μαρτυρίες που προέρχονται από τον εθνικό κόσμο.

Και οι μαρτυρίες αυτές είναι ακόμη περισσότερο αξιολογότερες αφού περιέχονται και σε Απολογίες, τις οποίες απεύθυναν αυτοί προς τους αυτοκράτορες και οι οποίες πήραν κατά κάποιο τρόπο την μορφή προκλήσεως προς τον εθνικό κόσμο. Όπως ορθά παρατηρεί ο de la Boullaye (Jesus et l' histoire, Conference II Paris 1929, σελ 7), ποιο θα πρέπει να ήταν το θάρρος των συγγραφέων αυτών, οι οποίοι σαρκάζοντας χωρίς έλεος τους ασταθείς μύθους του εθνισμού, πρόβαλλαν τα χριστιανικά γεγονότα, ως γεγονότα που έλαβαν χώρα όχι στην αφάνεια αλλά δημοσίως, χωρίς να φοβούνται για τον έλεγχό τους κάτω από το πλήρες φως. Αυτές τις απολογίες τις εξαίρει πολύ ορθά ο de la Boullaye και για τον λόγο ότι εφόσον οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται από διάφορα σημεία της σε όλη την οικουμένη εξαπλωθείσα εκκλησία, δηλ. από την Συρία, την Ελλάδα, την Αλεξάνδρεια, την Ρώμη, δεν αποτελούν μόνο την ατομική μαρτυρία των συγγραφέων αλλά εκπροσωπούν και την συλλογική μαρτυρία των εκκλησιών. Γιατί, εφόσον οι εκκλησίες αυτές τις αποδέχτηκαν και τις επιδοκίμασαν, είναι η πιστή απήχηση των δικών τους πεποιθήσεων.


Μετά τις χρήσιμες αυτές εξηγήσεις για να γίνει κατανοητή η σιγή των μη χριστιανών συγγραφέων, ερχόμαστε να εξετάσουμε κάθε μία από τις περισωθείσες  σε εμάς μαρτυρίες των συγγραφέων αυτών.

Εξωχριστιανικές πηγές των 2 πρώτων αιώνων που μαρτυρούν την ύπαρξη του Ιησού Χριστού:

1. Φλάβιος Ιώσηπος
2. Πόντιος Πιλάτος
3. Θαλλός
4. Μαρα Βαρ Σεραπίων
5. Τάκιτος
6. Σουετώνιος
7. Πλίνιος ο Νεώτερος
8. Νουμήνιος
9. Φλέγων
10. Γαληνός
11. Λουκιανός
12. Κέλσος
13. Μαρτυρίες αιρετικών
14. Ταλμούδ

1. Ιώσηπος

Πρώτη μνημονεύουμε την μαρτυρία του Ιώσηπου η οποία αποτελεί και την αρχαιότερη  περί του Ιησού μαρτυρία των μη Χριστιανών συγγραφέων Ο Ιώσηπος γεννήθηκε το 37 μ. Χ. και πέθανε μεταξύ του 94 και 100. Η πρώτη και μεγαλύτερη αναφορά, το λεγόμενο Testimonium Flavianum (δηλ. Μαρτυρία του Φλαβίου, TF για συντομία), είναι σημείο αμφιλεγόμενο από όσους επιθυμούν να συσκοτίσουν τη σημασία της. Στη συνέχεια θα δείξουμε γιατί τη θεωρούμε αξιόπιστη.

Την μαρτυρία αυτή αποτελεί ένα χωρίο του Ιώσηπου, στο οποίο εκφράζεται πλήρως η περί του Ιησού πίστη της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Νομίζει κανείς ότι αυτός που μας παρέχει την μαρτυρία αυτή δεν είναι κάποιος Ιουδαίος από τους μη πιστεύσαντες, αλλά μάλλον κάποιος Χριστιανός που αναγνωρίζει τον Εσταυρωμένο  ως Χριστό και Σωτήρα. Ακριβώς γι' αυτό και κατά τους τελευταίους αιώνες παρουσιάστηκαν αμφισβητήσεις και αμφιβολίες περί της γνησιότητας του χωρίου αυτού. Μολονότι το χωρίο εμπεριέχεται σε όλα τα χειρόγραφα της Ιουδαϊκής αρχαιολογίας του Ιώσηπου, που μας έχουν περισωθεί, εν τούτοις υπήρξαν πολλοί, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό αποτελεί παρεμβολή, που παρεισήχθηκε από χριστιανικό χέρι.


Αλλά το ότι μεν το χωρίο προστέθηκε ολόκληρο στο κείμενο του Ιώσηπου από ξένο χέρι αποτελεί υπόθεση αστήρικτη. Γιατί δεν εξηγείται, πως κατορθώθηκε να νοθευτούνε όλα τα χειρόγραφα και δεν περισώθηκε έστω και ένα, που να μαρτυρεί για την νοθεία που συντελέστηκε (Πρβλ. L. de Grandmaison Jesus-Christ, άρθρο στο A. d' Ales, Dictionnaire Apologetique εκδ. δ' 1924, τομ. ΙΙ στ.1296 υπσημείωση). Έπειτα ο Ιώσηπος μνημονεύει σε άλλα σημεία της Αρχαιολογίας του (XVIII 5, 2, XX 9, 1) τον θάνατο του Ιωάννη του βαπτιστού και την καταδίκη του Ιακώβου, του αδελφού "Ιησού του λεγομένου Χριστού". Την αυθεντικότητα των χωρίων αυτών μόνο αυθαιρεσία υπερβαίνουσα κάθε μέτρο και όριο θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Δεν εξηγείται λοιπόν, πως αυτός που μιλάει για τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, και που μνημονεύει και τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό, θα σιωπούσε ολότελα και δεν θα έκανε ειδικό λόγο για τον Ιησού.

Αφετέρου όμως προβάλλεται κατά της αυθεντικότητας της μαρτυρίας αυτής πρώτον μεν, ότι η φράση που υπάρχει σε αυτή "ο Χριστός ούτος ην" υποδηλώνει ότι ο Ιώσηπος πίστευε στην μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού, γεγονός όμως που αντιλέγεται από τον Ωριγένη («Κατά Κέλσου» Ι, 47 και εις τον Ματθαίον Χ, 17), ο οποίος βεβαιώνει ρητά ότι ο Ιώσηπος δεν πίστευε, έπειτα δε, ότι κανείς από τους Χριστιανούς συγγραφείς δεν μνημονεύει την μαρτυρία αυτή, ούτε ο Ιουστίνος, ούτε ο Τερτυλλιανός, ούτε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ούτε ο Ωριγένης, ενώ η σημασία της ως απολογητικό τεκμήριο θα ήταν ανυπολόγιστη. Ο πρώτος που την μνημονεύει είναι ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστορ. Ι, 11).

Όσον δε αφορά στην παρατήρηση ότι η μαρτυρία αυτή αναφέρεται σε όλα τα περισωθέντα σε μας χειρόγραφα του Ιώσηπου, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι κανένα από αυτά δεν ανάγεται σε χρόνους τόσο παλαιούς και ότι το συγκεκριμένο χωρίο δεν βρίσκεται στην ίδια θέση σε όλα τα χειρόγραφα. Από την άλλη, η πολιτική στάση την οποία έλαβε ο Ιώσηπος ο οποίος προσδέθηκε στο άρμα της Ρώμης και ο οποίος για τον λόγο αυτό αποφεύγει επιμελώς κάθε υπαινιγμό αναφερόμενο στις μεσσιανικές ελπίδες του Ισραήλ οι οποίες δημιουργούσαν εθνικά ιδεώδη αντιτιθέμενα στην κοσμοκρατορία της Ρώμης, εξηγεί πλήρως την επί του προσώπου του Χριστού σιγή του Ιώσηπου. (Περί της σιγής αυτής δες Pierre Batiffol, Les silence de Josephe στο Orpheus et l' Evangile, Paris 1910, σελ. 4-24. Τους υπέρ και κατά της γνησιότητας του χωρίου λόγους δες στο Γρηγ. Παπαμιχαήλ, «Ο Ιησούς ως ιστορικόν πρόσωπον», εκδ. β' Αθήναι 1923, σελ. 137-143. Τέλος την ποικίλη βιβλιογραφία, η οποία αποτελείται από την περί αυτού του χωρίου έρευνα και αμφισβήτηση καθώς και τους σχετικούς συγγραφείς, δες στο Hittinger, Apologetique σελ. 410-411). Την μεσάζουσα εν τούτοις γνώμη, σύμφωνα με την οποία στο χωρίο αυτό παρεισήχθησαν αργότερα από χριστιανικό χέρι κάποιες μικρές φράσεις, για λόγους εσωτερικούς δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε απίθανη (G. M. Muller, Christusin Flavius Josephus β' εκδ. 1895, σελ. 31-43).

Την γνησιότητα του χωρίου του Ιώσηπου υποστήριξε ο F. C. Burkitt σε μελέτη με τίτλο Josephus and Christ η οποία δημοσιεύτηκε στα Actes du IVe Congres international d' Histoire des religions tenu a Leide du 9 au 13 Septembre 1912, Leide 1913.  Την γνώμη του Burkitt υιοθέτησε και υποστήριξε ευφυώς ο A. Harnack (Der judische Geschichtsschreiber Josephus und Jesus Christus στην Internationale Monatschrift VII, 1913 σελ. 1037 και εξής), καθώς και ο W. Emery Barnes στην Contemporary Review του Ιανουαρίου του 1914. Μεταξύ των απεκδεχομένων την γνησιότητα ολοκλήρου του χωρίου συγκαταλέγονται ο Hettinger και ο Godet (Conferences Apologetiques III Les miracles σελ. 5). Ακόμη και ο Ρενάν δεν αμφισβήτησε  την αυθεντικότητα του χωρίου (Vie de Jesus σελ. X στην Εισαγωγή).

Στη συνέχεια, παραθέτουμε το χωρίο του Ιώσηπου, εγκλείοντας εντός αγκυλών τις φράσεις εκείνες που πιθανώς παρεισήχθησαν μεταγενεστέρως. Τα έντονα γράμματα δεν αμφισβητούνται από κανέναν σοβαρό ερευνητή:

"Γίγνεται δε κατά τούτον τον χρόνον Ιησούς, σοφός ανήρ [ει γε άνδρα  αυτόν λέγειν χρη. Ήν γαρ παραδόξων έργων ποιητής, διδάσκαλος ανθρώπων των ηδονή ταληθή  δεχομένων]. Και πολλούς μεν Ιουδαίους, πολλούς δε και από τού Ελληνικού επηγάγετο. [Ο Χριστός ούτος ην.] Και αυτόν, ενδείξει των πρώτων ανδρών παρ' ημίν σταυρώ επιτετμηκότος Πιλάτου, ουκ επαύσατο οι το πρώτον αυτόν αγαπήσαντες. [εφάνη γαρ αυτοίς τρίτην έχων ημέραν πάλιν ζων, των θείων προφητών ταυτά τε και άλλα μύρια θαυμάσια περί αυτού ειρηκότων.] εισέτι τε νυν τών Χριστιανών από τούδε ωνομασμένων ουκ επέλιπε το φύλον" (Ιουδαϊκές Αρχαιότητες XVIII 3, 3).

Ακολουθεί ελεύθερη μετάφραση, μόνο των σημείων που δεν αμφισβητούνται:

"Εκείνο το καιρό ήταν ένας σοφός άνδρας ο Ιησούς. Και πολλοί από τους Ιουδαίους και από τα άλλα έθνη τον ακολούθησαν. Ο Πιλάτος τον καταδίκασε να σταυρωθεί και να πεθάνει, καθ' υπόδειξιν ανδρών δικών μας εξουσίας, αλλά εκείνοι που τον αγάπησαν από την αρχή, δεν σταμάτησαν. Από τότε, δεν έπαψε η γενιά αυτών των ονομασμένων Χριστιανών".

Και η ίδια μαρτυρία του Ιώσηπου από το  Kitab al - 'Unwan (Βιβλίο του Τίτλου), ιστορία του κόσμου από τη Δημιουργία μέχρι το έτος 941/942μ.Χ., αντιγραμμένο από τον Αγάπιο, άραβα Χριστιανό επίσκοπο Ιεραπόλεως του 10ου αιώνα. Είναι πιο μετριοπαθές κείμενο. Σε μετάφραση από τα Αραβικά στα νέα ελληνικά:

"Εκείνο το καιρό ήταν ένας σοφός που ονομαζόταν Ιησούς. Και η συμπεριφορά του ήταν καλή, και ήταν γνωστός ως άνθρωπος αρετής. Και πολλοί από τους Ιουδαίους και από τα άλλα έθνη έγιναν μαθητές του. Ο Πιλάτος τον καταδίκασε να σταυρωθεί και να πεθάνει. Και εκείνοι που έγιναν μαθητές του δεν εγκατέλειψαν τη διδασκαλία του. Αφηγήθηκαν ότι εκείνος εμφανίσθηκε σε αυτούς μετά τη σταύρωσή του και ότι ήταν ζωντανός. Άρα, ίσως να ήταν ο Μεσσίας για τον οποίο οι προφήτες είπαν θαύματα".

Ας συνοψίσουμε τα επιχειρήματα:

α) Το TF βρίσκεται σε κάθε διασωζόμενο χειρόγραφο των Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων, όπως στον Αμβροσιανό Κώδικα (11ος αι.), στο Βατικανό Κώδικα (14ος αι.) και στο Μαρκιανό Κώδικα (15ος αι.). Για να θεωρήσουμε ότι ολόκληρη η μαρτυρία είναι πλαστή, πρέπει να υποθέσουμε ότι ΟΛΑ ανεξαιρέτως τα αρχαία χειρόγραφα του Ιώσηπου (που υποτίθεται ότι αρχικά δεν ανέφεραν τον Χριστό) ήταν στα χέρια Χριστιανών και μάλιστα ΨΕΥΤΩΝ, οι οποίοι τα αντέγραψαν βάζοντας και τη μαρτυρία.

β) Το TF αναφέρεται αρχικά από τον Ευσέβιο (Εκκλησιαστική Ιστορία 1.11, Demonstratio Evangelicum 3.5). Επίσης αναφέρεται από τον Σωζόμενο (Εκκλησιαστική Ιστορία 1.1), τον Νικηφόρο (Εκκλησιαστική Ιστορία 1.39), τον άγιο Ιερώνυμο (De Viris Illustribus 13, Catal. Script. Eccles. 8), τον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη (Επιστ. 6.225), τον άγιο Αμβρόσιο, τον Κασσιόδωρο, κ.ά. Φαίνεται πως δεν υπήρχε ΚΑΜΙΑ αμφιβολία για την γνησιότητά του τον καιρό αυτών των πολυγραφότατων συγγραφέων.

γ) Γεννιέται όμως σε αρκετούς μας η ερώτηση: Γιατί δεν αναφέρουν τίποτε για το TF οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προ του Ευσεβίου, όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης, κ.ά; Η απάντηση είναι απλή: ΚΑΝΕΙΣ πολέμιος του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους χρόνους της Εκκλησίας δεν αμφισβήτησε την ιστορικότητα του Χριστού, ώστε να πρέπει να την υποστηρίξουν οι αρχαίοι απολογητές.

δ) Πολλοί όμως, ακόμη και χριστιανοί, δεν θεωρούν τον Ευσέβιο Παμφίλου, επίσκοπο Καισάρειας, πολύ αξιόπιστη πηγή. Σκέφτονται: Ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του είναι βέβαιος για το ότι ο Χριστός και ο βασιλιάς της Εδέσσης Άγβαρος είχαν "υποτιθέμενη" αλληλογραφία, την οποία κανείς άλλος δεν αναφέρει. Κατ' αυτούς είναι ξεκάθαρο πως του άρεσε να πλάθει φανταστικά κείμενα για να πείσει τους άλλους ότι ο Χριστός ήταν ιστορικός.

Κατ' αρχάς, η Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου ΔΕΝ είναι απολογία, αλλά η πρώτη Εκκλησιαστική Ιστορία που γράφτηκε. Δηλαδή δεν παραθέτει κείμενα για να μας πείσει για κάτι, αλλά απλώς συλλέγει όσες πληροφορίες μπορεί, σχετικά με την Εκκλησία, και φυσικά τον ιδρυτή της το Χριστό. Επίσης, υπάρχουν συγκλονιστικά στοιχεία για την αλληλογραφία του Χριστού με τον Άγβαρο καθώς και για το Άγιο Μανδήλιο (βλ. Άγγελου Π. Σακκέτου, ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ - ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ σ. 501-534 και 584-591)!!!

ε) Ένα γελοίο επιχείρημα κάποιων είναι ότι η θέση του TF στο κείμενο δεν είναι σίγουρη, εφόσον ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία 2.6) την τοποθετεί πριν τις σημειώσεις του Ιώσηπου που αφορούν τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ σήμερα αυτή η παράγραφος είναι μετά απ' αυτές τις σημειώσεις.

Αυτό είναι ΨΕΜΑ. Στο χωρίο αυτό του Ευσεβίου δεν αναφέρεται καν το TF, αλλά μια αναφορά του Ιώσηπου στο Πιλάτο από το Περί του Ιουδαϊκού πολέμου.

ς) Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο Ιώσηπος γράφει για το Χριστό μετά από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή (Εκκλησιαστική Ιστορία 1.11), ενώ στο κείμενο των Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων, πρώτα αναφέρεται ο Χριστός (18.3.3) και μετά ο Ιωάννης ο Βαπτιστής (18.5.2). Άρα, όπως πιστεύουν οι πολέμιοι της ιστορικότητας του Χριστού, το TF πλαστογραφήθηκε από χριστιανούς και μπήκε σε μερικά χειρόγραφα μετά το χωρίο που αναφέρει τον Ιωάννη. Όμως, πρέπει να έχουμε αυτή την αναφορά από τον Ευσέβιο στην αρχαία ελληνική για να καταλάβουμε ακριβώς τι εννοεί. Ίσως ο Ευσέβιος εννοεί πως ο Ιώσηπος ΠΕΡΑ από το ότι αναφέρει τον Ιωάννη τον ΠΡΟΔΡΟΜΟ του Χριστού, αναφέρει και τον Χριστό.

 ζ) Κάποιοι πιστεύουν ότι η παρουσίαση του Χριστού στο TF είναι ιδιαίτερα σύντομη για τον Ιώσηπο. Για παράδειγμα, ο Ιώσηπος αφιερώνει πάνω από διπλάσιο χώρο για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Δεν έχει κάποια σπουδαία βαρύτητα ως επιχείρημα. Ο καθηγητής Sanders γράφει για το TF: "the best objective evidence of the importance of Jesus during his own lifetime. The gospels create the impression that the entire populace was vitally interested in Jesus and what happened to him. Certainly he did attract attention. But if we measure the general impact of prophetic figures by the degree of disturbance they caused, we shall conclude that Jesus was less important in the eyes of most of his contemporaries than were John the Baptist ..." (pp.50-51). Ας μην ξεχνάμε πως το ότι για τη πλειοψηφία των Ιουδαίων, ο Χριστός ήταν ένας ασήμαντος κατάδικος (όπως ήταν λ.χ. οι κοινοί ληστές).

 η) Ένας χριστιανός συγγραφέας ποτέ δεν θα έγραφε για τον Θεό του ένα κειμενάκι και πολύ μικρότερο από εκείνο που αφορά τον Πρόδρομό Του Ιωάννη, που όπως ο ίδιος ο Ιωάννης έλεγε, δεν ήταν άξιος να λύσει ούτε τα σανδάλια Του.

θ) Συχνά θεωρείται ότι η φράση "εισέτι τε νυν των Χριστιανών από τούδε ωνομασμένων ουκ επέλιπε το φύλον", που είναι στο τέλος του TF, δείχνει ότι γράφτηκε από κάποιον που έγραψε σε χρονική περίοδο πολύ μεγάλη από εκείνη στην οποία έζησε ο Ιησούς Χριστός στη γη, μάλλον από τον ίδιο τον Ευσέβιο. Όμως, αν λάβουμε υπόψη ότι οι πιστοί κάθε ψευτομεσσία διασκορπίζονταν πάρα πολύ γρήγορα, όπως λέει ξεκάθαρα και ο Γαμαλιήλ (Πράξεις ε'/5 35-39), καταλαβαίνουμε ότι ήταν ασυνήθιστο η πίστη σε κάποιον που θεωρούνταν ψευτομεσσίας από τους ιουδαίους να επιζήσει μερικές δεκαετίες (ο Ιώσηπος συνέγραψε τις Ιουδαϊκές Αρχαιότητες γύρω στο 93 μ.Χ.)!

ι) Κάποιοι κριτικοί ισχυρίζονται ότι το TF είναι εκτός θέματος. Για να ιδούμε, όμως. Το κεφάλαιο 3, όπου βρίσκεται η μαρτυρία ξεκινά με διαμάχες των εβραίων με το Πόντιο Πιλάτο (18.3.1), συνεχίζει με τη κατάχρηση χρημάτων του Ναού από το Πόντιο Πιλάτο (18.3.2), με το Χριστό, ο οποίος καταδικάστηκε από το Πόντιο Πιλάτο (18.3.3), με ένα σκάνδαλο στο ναό της Ίσιδος στη Ρώμη (18.3.4) και τελειώνει με ένα άλλο σκάνδαλο στη Ρώμη, που κατέληξε σε εξορία εβραίων από εκεί (18.3.5). Ποια παράγραφος είναι εκτός, άραγε; Σίγουρα όχι αυτή που μιλάει για το Χριστό.

ια)Ένας άθεος που σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχτεί "αδιάβαστος", ο βρετανός Steven Carr, προσπαθεί να δείξει ότι δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε ούτε καν τον Αγάπιο, γιατί (όπως λέει) ο Αγάπιος παραθέτει το TF από μνήμης, και όχι όπως γράφτηκε στη πραγματικότητα. Όμως πώς μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Αγάπιος γράφει από μνήμης το κείμενο που υποτίθεται ότι συνέθεσε ο χριστιανός Ευσέβιος; Αν πράγματι είναι έτσι, πώς γίνεται έτσι τυχαία να μην αναφέρει ο Αγάπιος καμιά από τις φράσεις υπό αμφισβήτηση που βρίσκονται στο TF; Ξέρουμε ότι οι Άραβες ήταν τρομερά μορφωμένοι και μελετούσαν και αντέγραφαν πάρα πολύ τα αρχαία έργα. Έτσι, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι οι Άραβες είχαν στη διάθεσή τους τα πρώτα χειρόγραφα των Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων και τα αντέγραφαν. Έτσι το TF έφτασε μέχρι τον Αγάπιο.

ιβ) Ίσως κάποιοι να πουν ότι είναι παράξενο που ο Ιώσηπος γράφει για πως ο ρωμαίος Πιλάτος καταδίκασε τον Χριστό, χωρίς να δικαιολογεί το Πιλάτο, εκθέτοντας έτσι τους Ρωμαίους.
Όμως δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που αποκαλύπτει όσα άσχημα έκανε ο Πιλάτος ή άλλοι ρωμαίοι! Για παράδειγμα, στο ίδιο κεφάλαιο με το TF και στο επόμενο (δηλαδή στα κεφάλαια 3 και 4 του 18ου βιβλίου), αναφέρονται πολλά αρνητικά για το Πόντιο Πιλάτο, σφαγές κλπ. Η αναφορά στη καταδίκη του Χριστού δεν αλλάζει και πολύ το τοπίο.

ιγ) Ένα επιχείρημα κάποιων είναι το εξής: Ακόμη κι αν οι μαρτυρίες του Ιώσηπου είναι αυθεντικές, είναι πολύ μεταγενέστερες του Χριστού, άρα μη αξιόπιστες.

Αυτό το επιχείρημα δεν είναι λογικό. Εάν ήταν έτσι τα πράγματα, θα έπρεπε να απορρίψουμε τεράστιο μέρος της αρχαίας ιστορίας, καθώς δεν είναι ΟΛΟΙ οι μεγάλοι ιστορικοί αυτόπτες μάρτυρες ΟΛΩΝ των γεγονότων! Για παράδειγμα, όπως ο Harris σημειώνει, οι καλύτερες αναφορές που διαθέτουμε για τον αυτοκράτορα Τιβέριο (14-37μ.Χ.) προέρχονται από ιστορικούς αρκετά μεταγενέστερους, τον Τάκιτο (περ.115μ.Χ.), τον Σουετώνιο (περ.120μ.Χ.) και τον Δίωνα Κάσσιο (230μ.Χ.). Έτσι, δεν μπορούμε να αμφισβητούμε την αξιοπιστία του Ιώσηπου με βάση τη χρονολογία που συνέγραψε τις Ιουδαϊκές Αρχαιότητες.

Έτσι λοιπόν ο Ιώσηπος σε συνδυασμό και με άλλα δύο χωρία της Αρχαιολογίας του, δεν επιβεβαιώνει απλώς την ιστορική ύπαρξη του Ιησού Χριστού, αλλά και επιβεβαιώνει και άλλα κεντρικά σημεία της ευαγγελικής ιστορίας, την ιστορική δηλαδή ύπαρξη του Ιωάννη "του επικαλουμένου Βαπτιστού" και τον από τον Ηρώδη μαρτυρικό θάνατό του, καθώς και την ιστορική ύπαρξη του Ιακώβου του αδελφοθέου, τον οποίον η ιστορία της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας τον παρουσιάζει ως έναν από τους βασικούς στύλους της. Αλλά και αν ακόμη δεν θέλαμε να λάβουμε καθόλου υπ' όψιν μας το περί Ιησού Χριστού ειδικό χωρίο του Ιώσηπου, θα αρκούσαν τα περί Ιωάννου και Ιακώβου χωρία για να χρησιμεύσουν ως έμμεση μαρτυρία και περί του Χριστού και των Μεσσιανικών του αξιώσεων.

(Στοιχεία των παραπάνω, λήφθηκαν και από τις «Απολογητικές Μελέτες», Παν. Ν. Τρεμπέλα, τομ. Ε', Αθήναι 1973,  έκδοση Δ', σελ. 23-37).

2. Μαρτυρία Πόντιου Πιλάτου

Ο Ιουστίνος και ο Τερτυλλιανός βεβαιώνουν, ότι υπήρχαν στα αρχεία της Ρώμης δύο επίσημες εκθέσεις του Ποντίου Πιλάτου στον αυτοκράτορα Τιβέριο, στις οποίες αναφερόταν στα της καταδίκης και σταυρώσεως του Ιησού Χριστού οιοποίες φαίνεται να έχουν χαθεί σήμερα. Ο άγιος μάρτυρας Ιουστίνος αναφέρει δυο φορές με σιγουριά τα γραπτά του Πιλάτου περί Χριστού (Α' Απολογία 35 και 48), καθώς και ο Τερτυλλιανός (Apologeticum 5 και 21, 24). Οι μαρτυρίες δυο πατέρων που έζησαν τόσο κοντά στα γεγονότα αυτά και που τα έγραφαν αυτά σε περίοδο διωγμών, απευθυνόμενοι προς ειδωλολάτρες, έχουν σπουδαίο βάρος. Μάλιστα, φαίνεται πως κάποια στιγμή τα γραπτά του Πιλάτου πλαστογραφήθηκαν με αποτέλεσμα να είναι βλάσφημα, αν πιστέψουμε τον Ευσέβιο (Εκκλησιαστική Ιστορία 9.5.1). Τέλος, τα γραπτά του Πιλάτου αναφέρονται και από τον άγιο Επιφάνιο (Αιρέσεις 50.1). Πάντως τα έγγραφα αυτά, πρέπει να διακριθούν από τα απόκρυφα με τίτλο "Acta Pilati" και "Επιστολή Πιλάτου προς αυτοκράτορα Κλαύδιο" τα οποία κυκλοφόρησαν αργότερα και αποτελούν ψευδεπίγραφες συγγραφές στις οποίες εκδηλώνεται απλά απόπειρα να ανασυντεθούν τα αρχικά έγγραφα. (Πρβλ. Brunet, Les evangiles apocryphes traduits et annotes εκδ. β' σελ. 215-273. Tishendorf, Evangelia apocrypha, 1853 σελ. 413-426? Thilo, Codex apocryphus Novi Testamenti, τομ. Α' σελ. 801-803).

Γνωρίζουμε πως οι έπαρχοι περιοχών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγραφαν συχνά στον αυτοκράτορα για τα ζητήματα που απασχολούσαν τις περιοχές τους. Το ίδιο έκανε και ο Πλίνιος ο Νεώτερος, έπαρχος της Βιθυνίας, προς το Τραϊανό. Εξάλλου, είναι τυχαίο που ούτε ο Πιλάτος ούτε ο Τιβέριος εδίωξαν τους Χριστιανούς; Μήπως έπαιξαν κάποιο ρόλο τα όσα είδε ο Πιλάτος που τα έγραψε στο Τιβέριο;

3. Μαρτυρία Θαλλού

Ο Θαλλός ένας απελεύθερος Σαμαρείτης επί Αυτοκράτορος Τιβέριου ήταν εθνικός ιστορικός της Μέσης Ανατολής που έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Έγραψε την Ιστορία της Ελλάδος και της Ασίας περί το 52 μ.Χ. Σ' αυτό το έργο του αναφέρει και μια έκλειψη ηλίου. Το 221 μ.Χ., ένας Χριστιανός συγγραφέας, ο Sextus Julius Africanus έγραψε ότι «ο Θαλλός, στο τρίτο του βιβλίο εξήγησε το σκοτάδι (μετά την σταύρωση του Ιησού) σαν μια έκλειψη ηλίου».  Τα έργα του δεν έχουν διασωθεί, αλλά υπάρχουν πολλές αναφορές σε αυτόν:

Ο Φλάβιος Ιώσηπος (37-100μ.Χ.) αναφέρει ένα Θαλλό, πλούσιο απελεύθερο του αυτοκράτορα που δάνεισε ένα εκατομμύριο δραχμές στον Ηρώδη Αγρίππα (Ιουδαϊκές Αρχαιότητες 18.6.4). Δεν είναι πάντως σίγουρο εάν ο Θαλλός αυτός είναι ο ιστορικός. Πολλοί υποστηρίζουν ότι κανένα χειρόγραφο του Ιώσηπου δεν έγραφε ΘΑΛΛΟΣ αλλά όλα έγραφαν ΑΛΛΟΣ. Το Θ στο ΑΛΛΟΣ το έβαλε ένας μελετητής ονόματι Hudson το 1720, λέγοντας, "I put 'Thallos' in place of 'allos' by conjecture, as he is attested to have been among the freedmen of Tiberius, going by the inscriptions of Gruter" (p. 810, translated from Hudson's Latin). Δηλαδή, ο Hudson δεν άλλαξε τον ΑΛΛΟΣ από βίτσιο, αλλά είχε ο ίδιος μια πηγή σύμφωνα με την οποία ο Θαλλός ήταν απελεύθερος του Τιβερίου! Φαίνεται γυρνάει μπούμερανγκ το "επιχείρημα" των εχθρών της Εκκλησίας!!!

Ο άγιος μάρτυρας Ιουστίνος (100-165 μ.Χ.), αναφέρει ότι ο Θαλλός μαζί με άλλους σημαντικούς συγγραφείς όπως ο Φίλων ο Ιουδαίος και ο Ιώσηπος, μαρτυρούν την αρχαιότητα του προφήτη Μωυσή (Λόγος Προτρεπτικός προς Έλληνας 9).


Ο Θεόφιλος επίσκοπος Αντιοχείας (έγραψε γύρω στο 180 μ.Χ.) αναφέρει πως ο Θαλλός γράφει για τον Βήλο, βασιλιά της Ασσυρίας και τον Κρόνο (Προς Αυτόλυκον Γ' 29).

Ο Τερτυλλιανός (160-220 μ.Χ.), αναφέρει ότι ο Θαλλός, μαζί με το Διόδωρο και άλλους, γράφει πως ο Κρόνος δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος (Απολογητικός 10). Παρακάτω αναφέρει πάλι τον Θαλλό μαζί με άλλους όπως τον Απίωνα, και τον κριτικό τους τον Ιώσηπο (Απολογητικός 19)!

Ο Ιούλιος Αφρικανός (έγραψε γύρω στο 221μ.Χ.), πατέρας της χριστιανικής χρονικογραφίας, αναφέρει πως ο Θαλλός έγραψε για την άνοδο του Κύρου, όπως και ο Διόδωρος, ο Πολύβιος, κ.ά. (Χρονικά XXX.2). Επίσης, αναφέρει ότι ο Θαλλός ασχολήθηκε με την ιστορία της Συρίας (Χρονικά XXX.3).

Ο Μινούκιος Φήλιξ (3ος αι.) αναφέρει ότι ο Θαλλός, μαζί με το Διόδωρο και άλλους, γράφει ότι ο Κρόνος ήταν άνθρωπος (Οκτάβιος 22).

Ο Λακτάντιος (240-320), ο "Χριστιανός Κικέρων", αναφέρει ότι ο Θαλλός γράφει πως ο Βήλος, βασιλιάς της Ασσυρίας, ήταν 322 χρόνια πριν το Τρωικό πόλεμο (Επιτομή των Θείων Διδασκαλιών 24).


Γιατί όμως παρέθεσα τις αναφορές αυτές; Για να δείξω:

α) Ότι ο Θαλλός ήταν σύγχρονος του Ιησού Χριστού, εφόσον βλέπουμε ότι ήταν ήδη γνωστός κατά την εποχή του Ιουστίνου και του Θεόφιλου (2ος αι.) και ότι είχε γράψει γι' αυτόν ο Ιώσηπος πιθανά στις Ιουδαϊκές Αρχαιότητες και σε άλλα έργα που δεν έχουν διασωθεί (σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό).

β) Ότι ζούσε στην ίδια περιοχή με το Χριστό, εφόσον μάλλον ο Ιώσηπος το αναφέρει και επειδή τα έργα του έχουν σχέση με τη Μέση Ανατολή (Ασσυρία, Μωυσής κλπ.).

γ) Ότι ήταν σπουδαίος ιστορικός, αφού αναφέρεται τόσες φορές και μαζί με άλλους σπουδαιότατους όπως ο Πολύβιος, ο Διόδωρος ο Σικελός, ο Φίλων ο Ιουδαίος και ο Φλάβιος Ιώσηπος. Άρα ήταν έμπιστος και γνωστός ιστορικός.

Και τώρα σχετικά με τη μαρτυρία, η οποία περισώθηκε από τον Ιούλιο Αφρικανό (221μ.Χ.):"...Σε όλο το κόσμο κυριάρχησε ένα φοβερό σκοτάδι, και οι πέτρες έπεσαν από σεισμό, και πολλά μέρη στην Ιουδαία και σε άλλες επαρχίες έπεσαν κάτω. Τούτον το σκότος ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του, το εξηγεί ως έκλειψη του ηλίου, πράγμα παράλογο κατά τη γνώμη μου. Καθώς οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα τη 14η μέρα σύμφωνα με τη σελήνη, και η σταύρωση του Σωτήρα μας πέφτει την ημέρα πριν το Πάσχα, και μια έκλειψη του ηλίου παίρνει μέρος μόνον όταν η σελήνη έρχεται κάτω από τον ήλιο..."(Χρονικά XVIII, 1)

Ας παρατηρήσουμε μερικά πράγματα από το παραπάνω απόσπασμα:
     
1) Ο Αφρικανός γράφει το παραπάνω απόσπασμα για να αντικρούσει αυτά που είχε γράψει ο Θαλλός. Είναι παράλογο να έπλαθε ο ίδιος ένα φανταστικό κείμενο μόνο και μόνο για να παιδευτεί να το αντικρούσει.

2) Ο Ιούλιος Αφρικανός μας δίνει και βιβλιογραφία!!! Μας λέει ότι η αναφορά του Θαλλού βρίσκεται στο τρίτο βιβλίο του, σε μια εποχή που ο Θαλλός ήταν διάσημος συγγραφέας και εύκολα θα μπορούσε κάποιος να ελέγξει εάν έλεγε την αλήθεια ή όχι ο ίδιος. Ας μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και άλλες αναφορές στο έργο του Θαλλού και μετά τον Αφρικανό (Μ. Φήλιξ, Λακτάντιος). Μάλιστα, ο Λακτάντιος αναφέρει και μια λεπτομέρεια για το Βήλο από το Θαλλό που δεν την αναφέρει κανείς άλλος προγενέστερος.

3) Η φράση "τούτο το  σκότος" ξεκαθαρίζει ότι ο Θαλλός προσπαθούσε να εξηγήσει το ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ σκοτάδι που συνέβη κατά το θάνατο του Χριστού. Στην επόμενη πρόταση, ο Ιούλιος Αφρικανός τονίζει ακόμη πιο ξακάθαρα πότε συνέβη το αμφιλεγόμενο σκοτάδι.
      

4. Μαρτυρία Μαρά Βαρ Σεραπίων

Ο Μαρά Βαρ Σεραπίων ήταν Σύρος στωικός που έγραψε ένα γράμμα στο γιο του από τη φυλακή στην οποία βρισκόταν. Το γράμμα αυτό φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο και χρονολογείται μετά το 73 μ.Χ., ίσως και μετά το 135 μ.Χ. και μάλλον όχι μετά το 165 μ.Χ. ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει αμφισβητήσει την αυθεντικότητα της μαρτυρίας αυτής, κι έτσι οι ανιστόρητοι επικριτές της ιστορικότητας του Κυρίου μας προσπαθούν να πείσουν πως αυτή δεν αναφέρεται στο Χριστό ή πως δεν είναι έγκυρη. Θα τα αναιρέσουμε αυτά παρακάτω.

Και τώρα η σχετική μαρτυρία:

"...Τι να πούμε ακόμα, όταν οι σοφοί κακοποιούνται από τους τυράννους...ώστε να μην μπορούν να αμυνθούν; Ποια ωφέλεια είχαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας το Σωκράτη; Η πείνα και η επιδημία έπεσαν πάνω τους ως κρίση για το έγκλημα. Τι ωφελήθηκαν οι άνθρωποι της Σάμου καίγοντας το Πυθαγόρα; Μονομιάς η χώρα τους καλύφθηκε από άμμο. Τι ωφελήθηκαν οι Ιουδαίοι εκτελώντας το σοφό βασιλιά τους; Αμέσως μετά, το βασίλειό τους αφανίστηκε. Ο Θεός δίκαια εκδικήθηκε το θάνατο των τριών αυτών σοφών ανθρώπων: Οι Αθηναίοι πέθαναν από την πείνα. Οι κάτοικοι της Σάμου αφανίστηκαν από τη θάλασσα. Οι Ιουδαίοι καταστράφηκαν κι οδηγήθηκαν μακριά από τη γη τους, για να ζήσουν διεσπαρμένοι. Όμως, ο Σωκράτης δεν πέθανε. Έμεινε ζωντανός στη διδασκαλία του Πλάτωνα. Ούτε ο Πυθαγόρας πέθανε. Ζωντάνεψε στο άγαλμα της Ήρας. Ούτε ο σοφός βασιλιάς πέθανε. Ζωντανεύει μέσα στη διδασκαλία του".

α) Βλέπουμε ότι αυτός ο "βασιλιάς" των Ιουδαίων:

1.    Ήταν βασιλιάς

2.    Ήταν πολύ σοφός, τόσο ώστε να συγκρίνεται με το Σωκράτη και το Πυθαγόρα
3.    Εκτελέστηκε

4.    Εκτελέστηκε από τους Ιουδαίους

5.    Εκτελέστηκε λίγο πριν καταλυθεί τον κράτος των Ιουδαίων (70μ.Χ.)

6.    Εκτελέστηκε λίγο πριν διασκορπισθούν οι Ιουδαίοι (70μ.Χ.)

7.    Ζωντάνευε μέσα από τη διδασκαλία του (στο καιρό ακόμη του Μάρα Βαρ Σεραπίωνα).


Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι παρά ο Ιησούς Χριστός; Πολλοί ισχυρίζονται πως αναφέρεται σε κάποιον ψευτομεσσία, από αυτούς που αναφέρει ο Γαμαλιήλ:"Πρό γάρ τούτων τών ημερών ανέστη Θευδάς, λέγων είναί τινα εαυτόν, ώ προσεκλίθη αριθμός ανδρών ωσεί τετρακοσίων' ός ανηρέθη, καί πάντες όσοι επείθοντο αυτώ διελύθησαν και εγένοντο εις ουδέν. μετά τούτον ανέστη Ιούδας ο Γαλιλαίος εν ταίς ημέραις τής απογραφής καί απέστησε λαόν ικανόν οπίσω αυτού' κακείνος απώλετο, καί πάντες όσοι επείθοντο αυτώ διεσκορπίσθησαν" (Πράξεις /5/ε΄ 36-37). Δηλαδή: "Σας συνιστώ δε προσοχή, διότι προ των ημερών αυτών, ανεφάνηκε ο Θευδάς, ο οποίος έλεγε για τον εαυτόν του, ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Και σε αυτόν προσεκολλήθησαν ως οπαδοί ένας αριθμός ανδρών περίπου τετρακοσίων. Αλλά φονεύθηκε αυτός και όλοι όσοι υπάκουαν σε αυτόν διαλύθηκαν και εκμηδενίστηκαν. Ύστερα από αυτόν ανεφάνηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος, κατά τη διάρκεια των ημερών που έγινε από τους ρωμαίους η απογραφή. Και παρέσυρε εις στάσιν πολύ λαό, ο οποίος τον ακολούθησε. Αλλά εκείνος θανατώθηκε και χάθηκε και όλοι όσοι τον υπάκουαν διασκορπίσθηκαν". Ο Θευδάς και ο Ιούδας σίγουρα δεν εκπληρώνουν το κριτήριο 7, και μάλλον όχι το 2 και το 4.

Μερικοί θέτουν απεγνωσμένα ως υποψήφιο τον Εσσαίο "Διδάσκαλο της Δικαιοσύνης". Παρόλα αυτά, η πραγματική ιδιότητα αυτού του "Διδάσκαλου της Δικαιοσύνης", που αναφέρεται στο Κουμρανικό χειρόγραφο Εις τον Αβακούμ (1QpHab), δεν είναι βέβαιη. Θεωρείται ότι ήταν ο αρχιερέας Ονίας ο Γ΄(-190 π.Χ.) ή ο Ιούδας ο Εσσαίος (που έζησε υπό Ιωάννη Υρκάνου, βασιλιά της Ιουδαίας 134 π.Χ.-104 π.Χ.). Δεν αναφέρονται πουθενά ως βασιλείς, ούτε υπάρχει κάποια αναφορά στο θανατό τους. Σίγουρα δεν πέθαναν λίγο πριν το 70 μ.Χ.! Και, μάλλον δεν επέζησε η διδασκαλία τους μέχρι την εποχή του Μαρά Βαρ Σεραπίωνος.

β) Ο Πυθαγόρας (περ. 570-475 π.Χ.) και ο Σωκράτης (περ. 470-399 π.Χ.), δεν ήταν ακριβώς σύγχρονοι, ώστε ο Χριστός να βρίσκεται πάρα πολύ "εκτός". Όμως το να αναφέρεται ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας και ο Χριστός δεν είναι πιο "αταίριαστο" χρονολογικά από το να αναφέρεται ο Νεύτων, ο Αϊνστάιν και ο Χώκιγκ μαζί!

γ) Σύμφωνα, με τον Μαρά, οι κάτοικοι της Σάμου έκαψαν τον Πυθαγόρα. Στη πραγματικότητα όμως, ο Πυθαγόρας έφυγε από τη Σάμο γύρω στο 530 π.Χ. και μετανάστευσε στην αποικία του Κρότωνα στη Κάτω Ιταλία. Πέθανε στο Μεταπόντιο. Άρα οι κάτοικοι της Σάμου δεν έκαψαν τον Πυθαγόρα. Και δεν μας είναι γνωστές αυτές οι τιμωρίες που έπληξαν τους Αθηναίους ή τους Σαμιώτες, ούτε το τι ήταν αυτό το άγαλμα της Ήρας. Οπότε, κατά τους επικριτές, αν το γράμμα του Μαρά έκανε λάθος όσον αφορά μια λεπτομέρεια όπως αυτή, πώς μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη απόδειξη της ιστορικότητας οποιουδήποτε;

Βέβαια, ΑΝ υπάρχουν κάποια "λάθη" στο γράμμα, αυτό δεν σημαίνει πως οτιδήποτε εκείνο γράφει είναι "λάθος". Μην ξεχνάμε πως ο Πυθαγόρας και ο Σωκράτης έζησαν έξι - επτά αιώνες πριν το συγγραφέα, ενώ ο Ιησούς Χριστός το πολύ - πολύ έζησε έναν αιώνα πριν!!! Παρόλα αυτά, δεν είναι σίγουρο πως ο Μαρά κάνει κάποιο σπουδαίο λάθος. Μάλλον ο Πυθαγόρας βασανίσθηκε από τους συμπατριώτες του, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το νησί. Η έλλειψη ανεκτικότητας πολλών αρχαίων Ελλήνων προς τους φιλόσοφους καθιστά κάτι τέτοιο πολύ πιθανό. Όσον αφορά το άγαλμα της Ήρας, αυτό μπορεί να το έφτιαξε ή να το χρηματοδότησε ο Πυθαγόρας, ή να ήταν τόπος συνάντησης των μαθητών του. Και η Σάμος ίσως επλήγη από καταιγίδα που μετέφερε σκόνη. Μπορεί και να έπεσε επιδημία στην Αθήνα μετά το θάνατο του Σωκράτη. Δεν χρειάζεται να ήταν τρομακτικά μεγάλη.

δ) Οι εχθροί του Χριστού, ανήμποροι, καταφεύγουν στο επιχείρημα ότι η μαρτυρία του Μαρά δεν είναι αξιόπιστη, λόγω του χρόνου συγγραφής. Ισχυρίζονται ότι όλα όσα ήξερε ο Μαρά για το Χριστό, τα έμαθε από χριστιανούς. Πιθανό ο Μαρά να ήταν αυτόπτης μάρτυρας του Χριστού, αλλά και να μην ήταν δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Μόνο αυτόπτες μάρτυρες όλων των γεγονότων γίνονται έγκυροι ιστορικοί; Το ότι εκτιμούσε τα έργα και τις διδασκαλίας του Σωκράτη, του Πυθαγόρα και του Χριστού δείχνει πως ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και είχε δυνατότητα κρίσης. Άρα δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν ένας ηλίθιος, που απλώς "έχαψε" όλα όσα άκουσε. Και το ότι αποκαλεί το Χριστό βασιλιά δεν δείχνει απαραιτήτως επήρεια από Χριστιανούς. Ας μην ξεχνάμε πως σύμφωνα με την επιγραφή του θεοκτόνου Πιλάτου ακόμα, ο Χριστός αναφερόταν ως βασιλιάς!

5. Τάκιτος

Το έργο του Τάκιτου δημοσιεύτηκε μεταξύ του 115 και 117 μ.Χ. και περιλαμβάνει τα γεγονότα της βασιλείας των αυτοκρατόρων Τιβέριου, Καλιγούλα, Κλαυδίου και Νέρωνος. Η μαρτυρία του Τάκιτου για τον Χριστό, είναι μικρή και επιγραμματική. Μιλά για την πυρκαγιά της Ρώμης και για τον διωγμό, που εξ αφορμής της κήρυξε ο Νέρωνας κατά των Χριστιανών. Μιλάει δηλαδή για γεγονός που συνέβη μόλις 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Ιησού. Σε ελεύθερη αλλά πιστή μετάφραση το χωρίο του Τάκιτου λέει:

"Η κοινή γνώμη κατηγορεί τον Νέρωνα ως αυτουργό της πυρκαγιάς. Για να κατασιγάσει δε τους θρύλους αυτούς ο Νέρωνας υπέδειξε άλλους ως ενόχους και επέβαλε πρωτοφανείς και μετά πολλής σκέψεως επινοημένες ποινές σε εκείνους τους οποίους για τα βδελυρά και κρυφά έργα μισούσαν και ονόμαζαν κοινώς Χριστιανούς. Δημιουργός του ονόματος τούτου υπήρξε ο Χριστός, ο οποίος επί της αυτοκρατορίας του Τιβερίου υπό του πραίτορα  Ποντίου Πιλάτου παραδόθηκε σε τιμωρία. Καταπνιγείσα κατ αρχάς η βδελυρή αυτή δεισιδαιμονία καταπλημμύρισε πάλι όχι μόνον την Ιουδαία αλλά και την πόλη (την Ρώμη). Άρχισαν λοιπόν αρχικά να συλλαμβάνουν εκείνους, οι οποίοι ομολογούνταν ως Χριστιανοί. Έπειτα δε με την υπόδειξη αυτών πλήθος υπερμεγέθες προσώπων συνελήφθη" (Tacit. Annal. XV, 38,44).

Έτσι ο Τάκιτος μας πληροφορεί αφενός για το έτος που  πέθανε ο Ιησούς επιβεβαιώνοντας την ευαγγελική ιστορία, αφετέρου μαρτυρεί για την ραγδαία εξάπλωση και επικράτηση της νέας πίστης.


6. Σουετώνιος

Ο Σουετώνιος, σύγχρονος του Τάκιτου, συνέγραψε μεταξύ του 110 και 120 το έργο του περί των 12 αυτοκρατόρων (από τον Αύγουστο μέχρι τον Δομητιανό). Αναφέρει λοιπόν αυτός ότι μεταξύ των Ιουδαίων σημειώθηκε μεγάλη ταραχή εξ αιτίας του Χριστού και ότι γι' αυτό ο αυτοκράτορας Κλαύδιος τους εξόρισε από την Ρώμη. Το γεγονός αυτό συνέβη το 54, είκοσι μόλις χρόνια μετά από το δράμα του Γολγοθά (Vita Claud. C. XXV 4, "Judaeos impulsore Chresto assidue tumultuantes Romae expulsit"). Αλλού πάλι ο Σουετώνιος αναφέρει ότι οι Χριστιανοί εκδιώχθηκαν από τον Νέρωνα λόγω των κακών τους δεισιδαιμονιώv. ("Christiani genus hominum superstitionis novae et maleficae" Vita Neron. XVI 2).

Το ότι εδώ ο Σουετώνιος με το όνομα Chrestus, εννοεί τον Ιησού Χριστό είναι αναμφισβήτητο. Εάν επρόκειτο για κάποιο πρόσωπο άγνωστο στον συγγραφέα ασφαλώς μετά από το όνομα, θα έπρεπε να μπει η αόριστη αντωνυμία (Chresto quodam, Χριστού τινός). Η παράλειψη λοιπόν της αορίστου αντωνυμίας αποδεικνύει ότι ο Χριστός ήταν πρόσωπο πολύ γνωστό και στον Σουετώνιο και στους συγχρόνους του. Επειδή όμως το όνομα Χριστός ήταν ακατάληπτο τότε στους  Εθνικούς, ο Σουετώνιος μεταχειρίσθηκε το οικειότερο και ευληπτότερο όνομα Chrestus ή Χρηστός.


7. Πλίνιος

Αναντίρρητα σπουδαιότατη είναι μία επιστολή, που συνέγραψε προς τον Τραϊανό γύρω στο 112 μ.Χ., ο Πλίνιος ο νεότερος, διοικητής της Βηθανίας και σύγχρονος του Τάκιτου και του Σουετώνιου. (Ρlin. Epist. X, XCVI). Από αυτήν πληροφορούμαστε για την πρόοδο και τις κατακτήσεις τις οποίες είχε σημειώσει η νέα πίστη στην Βηθανία, 70 περίπου χρόνια από τον θάνατο του Ιησού. Στην προσπάθειά του να περισυλλέξει ακριβείς πληροφορίες για τους Χριστιανούς, ο Πλίνιος προέβη σε επίμονες έρευνες και ανακρίσεις, τα αποτελέσματα των οποίων υπέβαλε εγγράφως στον αυτοκράτορα Τραϊανό μέσω επιστολής. Με την επιστολή αυτή ο αυτοκράτορας πληροφορείται ότι τίποτε το αξιόποινο δεν βρέθηκε στους οπαδούς της νεοφανείσας θρησκείας. Απλά μαζεύονταν κατά ορισμένη ημέρα, πριν από την ανατολή του ήλιου, και ανέπεμπαν ύμνους προς τον Χριστό σαν Θεό. Κανείς όμως δεν θα μπορούσε να τους κατηγορήσει για έγκλημα, ή για κάποια άλλη αισχρή πράξη ή  απάτη ή αθέτηση υποσχέσεως και παραβίαση κάποιας ανειλημμένης υποχρεώσεως. Αυτό που κυρίως παρακίνησε τον Ρωμαίο έπαρχο να εξετάσει το πράγμα, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός των οπαδών της δεισιδαιμονίας αυτής. "Δεν απέμεινε, λέει, πόλη ή κόμη ή και αγρός ακόμη, στον οποίο να μη εισέδυσε το μόλυσμα αυτής. Οι ναοί των θεών μας ερημώθηκαν και από μακρό ήδη χρόνο δεν προσφέρονται θυσίες σε αυτούς".

8. Συγγραφείς του 2ου αιώνος

Δεν θα έπρεπε τέλος να αντιπαρέλθουμε και την μαρτυρία των εθνικών εκείνων συγγραφέων του β' αιώνα, οι οποίοι επέκριναν τον Ιησού. Αυτοί είναι ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος (πρώτο μισό του β' αιώνος), ο Φλέγων, δούλος απελεύθερος του Αδριανού και σύγχρονος του Νουμήνιου, ο εκλεκτικός Γαληνός (δεύτερο μισό του β' αιώνος), και επιπλέον ο Λουκιανός και ο Κέλσος. Αυτοί, λοιπόν, σκώπτονται τον Ιησού και μερικοί εκφράζουν για αυτόν ειρωνείες πικρές και σαρκασμούς. Κανείς όμως δεν διανοείται να αμφισβητήσει την ύπαρξή του.

Ο Λουκιανός, για παράδειγμα, στο έργο του "περί Περεγρίνου τελευτής", υπαινίσσεται τον Ιησού και μιλάει για αυτόν σαν να πρόκειται για πολύ γνωστό πρόσωπο, αν και πεθαμένο πριν από πολύ καιρό, και τον αποκαλεί "εσταυρωμένο σοφιστή", "άνθρωπο εν Παλαιστίνη σταυρωθέντα", "μέγαν  νομοθέτη των Χριστιανών".


Επίσης, ο εκλεκτικός Πλατωνικός φιλόσοφος Κέλσος, στο σύγγραμμά του "Λόγος αληθής" (το οποίο, παρότι έχει χαθεί, είναι δυνατόν να το ανασυντάξουμε κατά τις κύριες γραμμές του μέσω της αναίρεσής του από τον Ωριγένη), παρουσιάζεται μεν να πιστεύει στις κατά του Ιησού χονδροειδείς ιουδαϊκές μυθοπλασίες, και επιζητεί, εκφυλίζοντας τα θαύματά του Ιησού να τα κοροϊδέψει και να τα περιγελάσει, εντούτοις δεν εκδηλώνει καμία διάθεση να αρνηθεί την ιστορική ύπαρξη του προσώπου του Ιησού. (Ωριγένους, Κατά Κέλσου ΙΙ 10).


9. Μαρτυρίες αιρετικών

Παράλληλα με τις μαρτυρίες του εθνικού κόσμου για τον Ιησού, ο De la Boullaye (Jesus et l' histoire, Conference II Paris 1929, σελ 8), τάσσει και τις μαρτυρίες των αιρετικών των πρώτων αιώνων. Πράγματι η μαρτυρία τους ορθά θα χαρακτηριζόταν ως εξωεκκλησιαστική και για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να την προσπεράσουμε. Οι άνθρωποι αυτοί, αρκετά ανεξάρτητοι μέχρι του σημείου να αποσυρθούν από την Εκκλησία, πρωτότυποι, αφού δημιούργησαν νέα θεολογία και συμπαρέσυραν αρκετούς μαθητές, αρκετά κοντά στις αρχές του Χριστιανισμού ώστε να μπορούν να ελέγξουν τις κεντρικές τουλάχιστον γραμμές  του βίου του Ιησού Χριστού, δεν μπορούν να παραμεριστούν ως μάρτυρες της ιστορικής υπάρξεώς του. Μερικοί από αυτούς αρνήθηκαν το πραγματικό της σαρκώσεως του Χριστού.

Ο Βασιλείδης κήρυττε το 120 - 140 μ. Χ. στην Αλεξάνδρεια ότι, το σώμα του Χριστού ήταν απλά φαινομενικό και ότι ο Χριστός ήταν άνθρωπος μόνο κατά δόκηση (το ίδιο κήρυτταν ο Ουαλεντίνος και ο Μαρκίων). Και ο θάνατος λοιπόν του Ιησού Χριστού, καθώς και η ανάστασή του ήταν έτσι φαινομενικά και κατά δόκηση. Εν τούτοις, κατά την μαρτυρία του Ιππολύτου, οι αιρετικοί αυτοί δεν αρνούνταν ότι, σε ότι αφορά τον Σωτήρα, όλα έγιναν όπως τα γράφουν τα ευαγγέλια. Δεν αρνούνται ότι ο Ιησούς φάνηκε ανάμεσα στους ανθρώπους μια ορισμένη χρονική περίοδο και ότι σημείωσε την σταδιοδρομία που εξιστορούν τα ευαγγέλια, αλλά λένε ότι όλα αυτά έγιναν φαινομενικά. Και ο μεν Ουαλεντίνος γύρω στο 135-160 μ. Χ. αναγνωρίζει την ιστορική αξία των ευαγγελίων, ο δε Μαρκίων, ο οποίος γεννήθηκε το 85 μ.Χ. και αποσχίστηκε από την εκκλησία της Ρώμης το 140, παραποίησε και ακρωτηρίασε τις Γραφές, παραδεχόταν όμως το πάθος και την ανάσταση του Ιησού, καθώς και το κήρυγμα της σωτηρίας και της μέσω του σταυρού απολυτρώσεως. Οι μαρτυρίες λοιπόν των ανθρώπων αυτών, σε ότι αφορούν στην ύπαρξη του Χριστού δεν είναι δυνατόν να απορριφθούν ως μη έγκυρες. Διότι άνθρωποι, οι οποίοι αποτίναξαν το κύρος της εκκλησίας και δημιούργησαν δική τους κοσμοθεωρία, από τι θα εμποδίζονταν να απορρίψουν ολότελα την παράδοση περί υπάρξεως του Ιησού, αν δεν έβρισκαν αυτή στηριγμένη σε απόλυτα αδιάσειστη βάση;


10. Ραβινική φιλολογία

Μαρτυρίες περί του Χριστού έχουμε και στην ραβινική φιλολογία και πιο συγκεκριμένα στο Ταλμούδ. Τα χωρία της Παλαιάς Ραβινικής φιλολογίας που αφορούν στο Χριστό συλλέχτηκαν καταρχάς από τον Heinrich Laible (Jesus Chrestus im Talmud, Berlin 1891) και στην συνέχεια αναδημοσιεύτηκαν στην άριστη έκδοση του Travers Herford (Christianity in Talmud and Midrash, London 1903).) Ύστερα από αυτόν ο Arnold Meyer στο Handbuch zu den N. T. Apocryphen του E. Hennecke (Tubingen 1904 σελ.51), στη μελέτη του Jesus im Talmud περισυνέλεξε τα σχετικά με τον Ιησού Χριστό σημειούμενα επεισόδια στο Ταλμούδ.

Το Ταλμούδ αποτελεί ογκώδη συλλογή, της οποίας τα διάφορα τμήματα συγγράφτηκαν στην Αραμαϊκή διαδοχικά, μεταξύ της εποχή που έζησε στη γη ο Κύριος, και του τέλους του ε΄ αιώνα. Αποτελούνται από δύο τμήματα: την Μίσχνα = επανάληψη (του Μωσ. Νόμου) που τελείωσε το 220, και την Γεμάρας, η οποία είναι ένα είδος υπομνήματος στην Μίσχνα.

Στο Ταλμούδ γίνεται λόγος για θαυμαστές ιάσεις που έκανε, στο όνομα του Χριστού, κάποιος Ιάκωβος ο οποίος ήταν χριστιανός, και τον οποίον συνάντησε στην Σεπφώριδα της Γαλιλαίας ο ραβίνος Ελιέζερ. Ομοίως μαθαίνουμε για τον ανιψιό ενός ραβίνου ο οποίος είχε δαγκωθεί από ένα φίδι και στον οποίο ένας χριστιανός πρότεινε να θεραπευθεί επικαλούμενος το όνομα του Χριστού. Επίσης διαβάζουμε για δικαστή, χριστιανό προφανώς, διορισμένο από τους Ρωμαίους, ο οποίος επέδειξε στον ραβίνο Γαμαλιήλ Β', που ενδιαφερόταν για την πατρική κληρονομιά της αδελφής του, το χωρίο του Ματθαίου στο οποίο λέγεται ότι ο Χριστός "ουκ ήλθε καταλύσαι τόν νόμον, αλλά πληρώσαι". (Γ. Παπαμιχαήλ, Ο Ιησούς ως ιστορικόν πρόσωπον, εκδ. β' Αθήναι 1923, σελ. 153-154).

Οι αφηγήσεις αυτές του Ταλμούδ, έχουν αρκετά σοβαρή σημασία, διότι όλες ανάγονται στο τέλος του πρώτου και στις αρχές του δευτέρου αιώνος.  Ο ραβίνος Ελιέζερ με τον οποίον σχετίζεται η πρώτη αφήγηση, είναι γυναικάδελφος, άρα δε και σύγχρονος του ραβίνου Γαμαλιήλ του Β', στον οποίο αφορά η τρίτη αφήγηση. Ο δε Γαμαλιήλ ο Β' είναι εγγονός του Γαμαλιήλ του Α', ο οποίος τιμωρήθηκε το 70 μ.Χ., ως συμμέτοχος της επαναστάσεως. Δηλαδή οι αφηγήσεις αυτές αναφέρονται σε χρόνους μεταξύ του 90 και του 110 μ.Χ. Η δε είδηση της δεύτερης αφήγησης συμπίπτει περίπου προς το έτος 130 μ.Χ. Έτσι οι ραβίνοι που άκμασαν κατά τα τέλη του α' αιώνος γνωρίζουν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και μάλιστα κάποιοι από αυτούς είναι ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι του.

Υπάρχει όμως και η περί Ιησού Χριστού  εχθρική Ιουδαϊκή παράδοση (Δες Hettinger, Apologetique σελ. 413- 415), η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερους χρόνους και στην οποία μέσω συκοφαντικών υπαινιγμών και χαρακτηρισμών καταβάλλεται φροντίδα, να διασυρθεί και εξευτελιστεί  ο Ιησούς Χριστός. Κατά την παράδοση αυτή ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε όχι μέσω νομίμου γάμου αλλά, εκ πορνείας, καθώς λέγουν οι πρεσβύτεροι του λαού των Ιουδαίων στα Acta Pilati. (Παράβαλλε Ιουστίνου Απολογ. Α', XXXV και Thilo, Codex apocryph. Nov. Testam., Τομ. Ι, σελ. 526). Κατονομάζεται μάλιστα στην Γεμάρα (Gemara Sanhedrin) και στα Sohabbath της Βαβυλώνας και το όνομα του πατρός του Ιησού, ο οποίος ήταν κάποιος στρατιώτης ονόματι Πανθήρας. Ίσως το όνομα αυτό προέρχεται από παραφθορά της ελληνικής λέξεως Παρθένος. Στο Ταλμούδ δηλώνεται και το όνομα της μητέρα του Ιησού. Και αλλού μεν η μητέρα του Ιησού ονομάζεται Stada, αλλού δε Miriam και της αποδίδεται το επάγγελμα της κομμώτριας. Αυτό γίνεται πιθανότατα λόγω συγχύσεως της Μαρίας της μητρός του Ιησού με την Μαρία την Μαγδαληνή και λόγω παρερμηνείας της λέξεως Μαγδαλαάχ (= Μαγδαληνή, η εκ Μαγδάλων καταγόμενη) πως σημαίνει ό,τι και η λέξη μεγαδδελάχ (=κομμώτρια). (Πρβλ. Herford στοP. L. Couchoud, Le mystere de Jesus, Paris 1924).

Η Γεμάρα μνημονεύει την συνδιάλεξη του δωδεκαετή Ιησού στο ιερό, διαστρέφει όμως αυτήν παρουσιάζοντάς την ως πράξη ασεβή προς τους πρεσβυτέρους (Massechethgalla Schoettgen, Horae Hebraicae, II, 696).  Έτσι κατά το Ταλμούδ ο Ιησούς έμαθε την μαγεία στην Αίγυπτο πλησίον του διδασκάλου του ραβίνου Josua και έγινε έτσι μάγος, διαφθορέας και γόης των Ισραηλιτών (Gemara Sanhedrin fol. 107). Με την μαγεία του αυτή και τις γοητείες του ο Ιησούς διέφθειρε τον λαό και έκανε σημεία τα οποία απέδιδε στον εαυτό του σαν να προέρχονταν από την δική του δύναμη (Tract. Schabbat. Fol. 104). Το αποτέλεσμα ήταν, την παραμονή του Πάσχα να τιμωρηθεί, διότι διήγειρε τον Ισραηλιτικό λαό να εγκολπωθεί ξένη θρησκεία. Επειδή δε η διαγωγή του ήταν αδικαιολόγητη, τον σταύρωσαν την παραμονή του Πάσχα (Sanhedrin fol. 43), κατόπιν αποφάσεως του Ποντίου Πιλάτου, όταν ο Ιησούς ήταν 33 ετών (Πληρέστερες λεπτομέρειες δες στο R. T. Herford, Christianity in Talmud and Midrash, 1904 και στο άρθρο του ίδιου Christ in Jewish literature στο Hastings Dictionary of Christ and the Gospels II 876-878; W. Bauer, Das Leben Jesu im Zeitalter der neutestamentlichen Apokryphenσελ. 452-486).

Έτσι η Ιουδαϊκή παράδοση, που περισώθηκε το Ταλμούδ, μαρτυρεί μεν από την μία την ιστορική ύπαρξη του Ιησού Χριστού, υπαινίσσεται δε από την άλλη την εκτός γάμου γέννησή του από γυναίκα μη συζευγμένη άνδρα, καθώς και ολόκληρη την θαυματουργό δράση του. Δεν αρνείται η Ιουδαϊκή παράδοση ότι ο Χριστός διενεργούσε θεραπείες αλλά αποδίδει αυτές στην παρέμβαση πονηρών δυνάμεων και επαναλαμβάνει περί των θαυμάτων ότι είπαν και οι επί των ημερών του Ιησού πρεσβύτεροι του λαού Φαρισαίοι, οι οποίοι διατείνονταν ότι ο Ιησούς "εν τώ άρχοντι τών δαιμονίων εκβάλλει τά δαιμόνια"

Η κατά του Κυρίου ιουδαϊκή μυθοπλασία, που άρχισε να δημιουργείται από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους ενώ ζούσε ακόμη ο Χριστός, αυξήθηκε με νέες προσθήκες μετά τον σταυρικό του θάνατο. Γι' αυτό  και ο Ιουστίνος στα μέσα του δευτέρου αιώνος κατηγορεί τους άρχοντες των Ιουδαίων, διότι προσπαθούσαν να κυκλοφορήσουν σε όλο τον κόσμο βλασφημίες κατά του Ιησού (Διάλογος προς Τρύφωνα η' 117). Τα πρώτα στοιχεία της μυθιστορίας αυτής, αφού καταγράφηκαν όπως είπαμε στο Ταλμούδ, παρουσιάστηκαν τελικά συμπληρωμένα στο έργο Toledoth Jeschu (=γενεαλογία του Ιησού), το οποίο κατά τον ένατο αιώνα ήταν ήδη γνωστό κατά τις κύριες γραμμές του στον Αγοβάρδο της Λυών (830 μ.Χ.), και το οποίο προκάλεσε θόρυβο κατά την διάρκεια του μεσαίωνα και λίγο αργότερα. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Γερμανοεβραίος Σαμουήλ Krauss επανεξέδωσε το έργο αυτό, υπό τον τίτλο: Das Leden Jesu nach judischen Quellen, 1902. Οι συκοφαντικές και εν πολλοίς γελοίες μυθοπλασίες που αναγράφτηκαν στην ευτελή αυτή λίβελο, χαρακτηρίστηκαν από τον Meyer ως "έκρηξη ταπεινού φανατισμού, εμπαθούς σαρκασμού και χονδροειδούς φαντασίας". Αναίρεση των μυθευμάτων του Ταλμούδ περί τον Ιησού, τα οποία ενσωματώθηκαν και στο παραπάνω έργο, δημοσίευσε ο καθηγητής H. Laible στο έργο του Jesus Christus im Talmud 1891 (β' εκδ. 1900).

Το γεγονός είναι, ότι ΟΛΟΙ, ακόμα και οι εχθροί του Χριστού, ποτέ δεν αρνήθηκαν την ύπαρξή του στους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν. Αυτή η άρνηση, είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο, από ανθρώπους που έχουν ιδεολογικούς λόγους να αρνούνται τον Χριστό, και επειδή δεν μπορούν να προσβάλλουν τη διδασκαλία του, προσπαθούν να προσβάλλουν την ύπαρξή του.

Από τα παραπάνω στοιχεία που παρουσιάσαμε, είναι εμφανές, πόσο ανυπόστατες είναι οι κατηγορίες, ότι δήθεν ο Ιησούς Χριστός δεν υπήρξε, επειδή δεν μαρτυρείται από εξωχριστιανικές πηγές. Αποδεικνύεται, ότι όχι μόνο μαρτυρείται, αλλά ότι γίνεται και επισταμένη προσπάθεια από τους προκατειλημμένους εχθρούς του, να διαβάλλουν ή να διαστρέψουν τις μαρτυρίες αυτές, για να στηρίξουν, όχι την αλήθεια, αλλά την προειλημμένη απόφασή τους, να αρνηθούν τον Χριστό, με κάθε τίμημα και μέθοδο.

Έρευνα - Κείμενο
Ραφαήλ