Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ


ι Τρεις Ιεράρχες και ο Ελληνισμός!..

Οι Τρεις Ιεράρχες και ο Ελληνισμός!..

Δεν σας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η Ελληνική Παιδεία, που τόσο πολύ εξύμνησαν οι Τρεις Ιεράρχες μας, όχι μόνον βάλλεται, αλλά και εξοβελίζεται από όλα τα ελληνικά σχολεία, την ώρα που η Ελληνική Γλώσσα και οι Αρχαίοι πρόγονοί μας διδάσκονται όλο και περισσότερο στις νέες αρχαιοελληνικές έδρες του Εξωτερικού; Και να ήταν μόνον αυτό! Η Χριστιανική πίστη των Ελλήνων βάλλεται πανταχόθεν και ο αποχριστιανισμός της Ευρώπης ήταν μόνον η αρχή!..
ΤΗΝ ΩΡΑ που διαβάζονται αυτές οι γραμμές, βρισκόμαστε μόνον μία ημέρα πριν την μεγάλη εορτή του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού και της Ελληνικής Παιδείας μας, όπως είναι η εορτή των παμμεγίστων φωστήρων της Οικουμένης, των Τριών Ιεραρχών (Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου Ναζιανζηνού και Ιωάννου Χρυσοστόμου), που κάθε χρόνο εορτάζουμε στις 30 Ιανουαρίου).
Το πώς και γιατί οι Τρεις Ιεράρχες μας καθιερώθηκαν ως οι παμμέγιστοι φωστήρες όχι μόνον του Ελληνισμού, αλλά και ολοκλήρου της Οικουμένης, θα πρέπει, λίγο πολύ, να είναι σε όλους μας γνωστό. Αξίζει, όμως, να θυμηθούμε λίγα πράγματα απ’ τη ζωή τους, που όλοι μας μπορούμε να διαβάσουμε σε μία εγκυκλοπαίδεια (1) και τόσο πολύ σηματοδότησαν την πορεία του Ελληνο-Χριστιανικού Πολιτισμού:
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο Μέγας Βασίλειος (Καισάρεια 330; – 379), θεωρείται Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και διακρίθηκε για την κλασική και θεολογική του μόρφωση, τον άγιο βίο και τους αγώνες του εναντίον των αιρετικών.
Ως γνωστόν, η Μέγας Βασίλειος δέχτηκε την κλασική παιδεία στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα (φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία) και διετέλεσε στη συνέχεια ρητοροδιδάσκαλος στην Καισάρεια. Κατηχούμενος κατά την περίοδο των σπουδών του στην Αθήνα, διακρινόμενος για την αυστηρότητα του ήθους και τις ασκητικές του τάσεις, βαπτίστηκε μετά την επιστροφή του στην Καισάρεια. Ως διάκονος έζησε σχεδόν στην έρημο, όπου μελέτησε θεολογία και επιδόθηκε στην οργάνωση του μοναχικού βίου· ως πρεσβύτερος εργάστηκε στην Καισάρεια εναντίον του αρειανισμού.
Ο Μέγας Βασίλειος, ως Επίσκοπος Καισαρείας από το 370, αντιτάχθηκε απόλυτα στις προσπάθειες του αρειανού αυτοκράτορα Βαλέντιου (ή Ουάλη) να επιβάλει την εκκλησιαστική πολιτική του, αποκάλυψε και πολέμησε τον απολλιναρισμό, που τότε μόλις εκδηλωνόταν, όχι μόνο με απολογητική και αντιρρητική δράση αλλά και με διπλωματική δραστηριότητα προς τον πάπα Δάμασο· πέτυχε έτσι να ενώσει πολλούς επισκόπους σε κοινή στάση έναντι των αιρέσεων και για την υποστήριξη της διδασκαλίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας. Στην προσπάθειά του αυτή αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου και κυρίως τα δογματικά του έργα. Μοναχός ο ίδιος, φρόντισε για την ορθή τοποθέτηση του μοναχικού βίου υποτάσσοντάς τον στην εκκλησία. Μετέφερε δηλαδή τους μοναχούς στις πόλεις, τους έθεσε υπό τον έλεγχο των επισκόπων και τους ανέθεσε φιλανθρωπικά έργα. Γνωστή είναι η Βασιλειάς, πόλη κοντά στην Καισάρεια, συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων με αποκλειστικό προσωπικό μοναχούς, στην οποία ο Μέγας Βασίλειος. διέθεσε την πατρική και τη μητρική περιουσία του.
Στα ασκητικά συγγράμματά του περιλαμβάνονται και οι Όροι. Κανόνες, δηλαδή, που αποτέλεσαν έκτοτε τη βάση του ορθόδοξου μοναχισμού.
Η κλασική μόρφωση του Μεγάλου Βασιλείου επέτρεψε να διδάξει σωστά, στην Πραγματεία προς τους Νέους, το πρόβλημα της θέσης των θύραθεν σπουδών στο χριστιανικό σχολείο και να επηρεάσει έτσι πολύ τη θέση της Εκκλησίας έναντι της κλασικής παιδείας τότε αλλά και κατά την Αναγέννηση.
Λένε πως η βαθύτατη γνώση της κλασικής παιδείας και η ορθή τοποθέτηση του Μεγάλου Βασιλείου απέναντί της φαίνονται και στις Ομιλίες εις την Εξαήμερον, ενώ το αποστολικό του πνεύμα και ο πλούσιος ανθρωπιστικός και κοινωνικός κόσμος του αποκαλύπτονται μέσω των 350 περίπου επιστολών του. Στο συνολικό έργο του οφείλεται η ανακήρυξή του σε οικουμενικό διδάσκαλο της εκκλησίας και έναν από τους Τρεις Ιεράρχες.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389) είναι Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας. Θεωρείται από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του Νόννας και έγινε επίσκοπος Ναζιανζού το 329.
Ο Άγιος Γρηγόριος έλαβε από παιδί τη μόρφωση και την αγωγή που συνετέλεσαν ώστε να αναδειχτεί σε μία από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Σπούδασε πρώτα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια, όπου γνώρισε μεγάλες χριστιανικές μορφές (Μέγα Αντώνιο, Μέγα Αθανάσιο, Δίδυμο Τυφλό) και έπειτα στην Αθήνα (350) όπου διέπρεψε στη ρητορική και στη φιλολογία.
Τα παραάνω μαθήματα τα δίδαξε εκεί ως καθηγητής για ένα ή δύο έτη, ενώ πνευματικά του χαρίσματα και η ικανότητα της διδαχής που τον διέκριναν, τον ανέδειξαν, έστω και παρά τη θέλησή του, επίσκοπο Σασίμων (372) και πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (380).
Λένε πως η αγάπη του για τον ήσυχο και μοναχικό βίο έγινε αφορμή να εγκαταλείψει πολλές φορές το ποιμαντικό και εκκλησιαστικό του έργο και να καταφύγει στο ήσυχο περιβάλλον του μοναστηριού (Εις εαυτόν, Εις το Άγιον Πάσχα, Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής).
Η εναλλαγή αυτή μεταξύ ησυχίας και δραστηριότητας αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής του Αγίου Γρηγορίου. Το θεολογικό του έργο υπήρξε σημαντικό, όχι μόνο για την έκταση, αλλά και για το είδος του. Συνδύαζε άριστα τον αποστολικό ζήλο με τη θεολογική σοφία και την αρχαιοελληνική κλασική κατάρτιση.
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα αποτελούν οι Θεολογικοί λόγοι του Αγίου Γρηγορίου, οι Στηλιτευτικοί λόγοι κατά Ιουλιανού, του γνωστού ως Παραβάτη και τα Έπη του (περίπου 19.000 στίχοι, μεταξύ των οποίων πολλά επιγράμματα), καθώς και το πλήθος των επιστολών του (243).
Η συμβολή του Αγίου Γρηγορίου στη διαμόρφωση των ορθόδοξων δογμάτων υπήρξε σημαντική. Πολλά προοίμια από τους Λόγους του (45) ψάλλονται ως ύμνοι της Εκκλησίας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Άγιος Γρηγόριος ανήκει στους Πατέρες που αγωνίστηκαν να εναρμονίσουν τη χριστιανική με την κλασική παιδεία. Επιλεγόταν επίσης θεολόγος.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος (Αντιόχεια 354; – Κόμανα, Πόντος 407), υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398-404) και θεωρείται από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς ρήτορες όλων των εποχών μιας και ήταν ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Αν και άγιός μας ορφάνεψε πρόωρα από πατέρα, ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη μητέρα του, Ανθούσα. Φοίτησε στην περίφημη σχολή του εθνικού σοφιστή Λιβάνιου, στον οποίο ο Iωάννης ο Χρυσόστομος οφείλει την κλασική του παιδεία και τη γνωριμία του με τους μεγάλους ρήτορες της αρχαιότητας.
Λένε πως αργότερα σπούδασε στη θεολογική σχολή του Διόδωρου (μετέπειτα επίσκοπος Ταρσού) και πως αφού διένυσε μια περίοδο περισυλλογής και άσκησης σε έρημο της Συρίας, χειροτονήθηκε διάκονος και αργότερα ιερέας (386).
Στο διάστημα των έντεκα χρόνων που θήτευσε στην Αντιόχεια, ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος ανέπτυξε μεγάλη εκκλησιαστική δράση και απέκτησε τεράστια δημοτικότητα ως ιεροκήρυκας! Ο άκαμπτος όμως χαρακτήρας του και τα δηκτικά του κηρύγματα, τα οποία άφηναν σαφείς υπαινιγμούς για την άτακτη ζωή διαφόρων υψηλών προσώπων, τον έφεραν σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό Ευτρόπιο, τις κυρίες της αυλής και τελικά με την ίδια την αυτοκράτειρα Ευδοξία, σύζυγο του Αρκαδίου!
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ύστερα από μια σκηνοθετημένη δίκη (2), στο κατηγορητήριο της οποίας αρνήθηκε να απολογηθεί, ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας μας, καταδικάστηκε ερήμην, εκθρονίστηκε και στην συνέχεια εξορίστηκε. Ένας σεισμός, όμως, που έγινε εκείνο το βράδυ καταθορύβησε την Ευδοξία, η οποία ανακάλεσε αμέσως τον Iωάννη Χρυσόστομο στην Κωνσταντινούπολη (!!)
Οι ιστορικοί μαρτυρούν ότι λίγο αργότερα νέες προστριβές με την αυτοκράτειρα κατέληξαν στην οριστική απομάκρυνση του τολμηρού ιεράρχη από τον θρόνο του, για να εξοριστεί στην Κουκουσό της Αρμενίας, απ’ όπου με την πυκνή αλληλογραφία του επηρέαζε ακόμα τους οπαδούς του στην πρωτεύουσα! Αυτός και ο λόγος που αποφασίστηκε η μεταφορά του στο μεθοριακό φρούριο της Πιτυούντας, κοντά στον Καύκασο, στη διάρκεια της οποίας εξαντλημένος από τις κακουχίες άφησε την τελευταία του πνοή!
Χωρίς αμφιβολία, το συγγραφικό έργο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι επιβλητικό σε όγκο και ποιότητα, ενώ το περιεχόμενό του αφορά σε μικρό βαθμό δογματικά ζητήματα.
Από τις πολυάριθμες θεολογικές πραγματείες του αγίου μας, περίφημη είναι η Περί Ιερωσύνης.
Μη λησμονήσουμε να πούμε, ότι στις εκατοντάδες εξηγητικές ομιλίες του, που αφορούν διάφορα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, εφαρμόζει την κατά γράμμα ιστορική ερμηνεία και αποκρούει την αλληγορική των Αλεξανδρινών ως «ληρωδίαν».
Όμως, το πιο αξιόλογο μέρος της πνευματικής του προσφοράς είναι οι λόγοι του, στους οποίους άλλωστε οφείλεται και το επώνυμό του (Χρυσόστομος)!
Από τους λόγους αυτούς ξεχωρίζουν για την αρχαιοελληνική αττική τους διάλεκτο (2), τη δραματική τους ένταση και την πυκνότητα των νοημάτων οι 21 λόγοι Εις ανδριάντας (με αφορμή την καταστροφή των αυτοκρατορικών ανδριάντων από τους Αντιοχείς) και οι δύο λόγοι Προς Ευτρόπιον.
Σώζονται ακόμη διάφορες επιστολές του, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες που απευθύνονται στη διακόνισσα Ολυμπιάδα.
Έργο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι και το κείμενο της Θείας Λειτουργίας που τελείται κάθε Κυριακή στους ναούς.
Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου και την ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου.
Ευτυχώς, δηλαδή, που γεννήθηκαν αυτοί οι άνθρωποι και φωτίζουν ακόμη την δική μας αρχαιοελληνική και χριστιανική σκέψη μέσα στα βάθη των αιώνων και έτσι οι πάντες αρνούνται τον αφελληνισμό και τον αποχριστιανισμό όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά και ολοκλήρου της Ευρώπης, πέραν κάποιων ανθελλήνων και αντιχρίστων, που σαν μανιτάρια ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί στις οθόνες των τηλεοράσεων.
Ευτυχώς!..
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Εν προκειμένω η «Δομή»
2. Σύνοδος της Δρυός, το έτος 403 μ.Χ.
3. Ας το διαβάσουν αυτό οι γνωστοί πολέμιοι του Χριστιανισμού!..

Απολυτίκιο Τριών Ιεραρχών - 30 Οι τρεις Ιεράρχες και η Ελληνική φιλοσοφία(π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών


(π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών
[…] Είναι, βέβαια, αδύνατο να κατανοηθεί με πληρότητα και ακρίβεια η στάση αυτή των Τριών Ιεραρχών απέναντι στην αρχαία σοφία, αν δεν ληφθεί υπόψη η ουσία του Χριστιανισμού στην αυθεντική του έκφραση και βίωση, ως ποιμαντικής θεραπευτικής της ανθρώπινης ύπαρξης, με μοναδικό στόχο την θέωση του ανθρώπου και τον αγιασμό του κόσμου και των ανθρωπίνων. Μέσα στην σωτηριολογική προοπτική του ο Χριστιανισμός των Αγίων (αυτή είναι η Ορθοδοξία) είναι πολύ διαφορετικός από τον θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό του ευσεβιστικού ηθικισμού, αλλά και τον -κατά κανόνα- εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό της διανόησης, ακόμη και της χριστιανικής. Οι Τρεις Ιεράρχες είναι άγιοι, θεούμενοι, και ως άγιοι σκέπτονται και ενεργούν. Αυθεντική φιλοσοφία γι’ αυτούς είναι εκείνη που οδηγεί στην «ζήτηση της αληθείας», όπως συνόψισε άλλωστε την ουσία της ελληνικής φιλοσοφίας, στην θετική του αξιολόγηση γι’ αυτήν, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ί215). Η ελληνική φιλοσοφία, ως όλο, αναπτύσσει αυτή τη στάση, αλλά το περιεχόμενό της, πάλιν ως ολότητα, δεν είναι δυνατόν να βρει αστασίαστα χριστιανική κατάφαση, ως καρπός του πτωτικού ανθρώπου, έστω και αν είναι γέννημα της λυτρωτικής του αγωνίας για εύρεση της οντολογικής αλήθειας. Η σύγχυση των ερευνητών στο σημείο αυτό έγκειται στο γεγονός ότι δεν κατανοείται σαφώς η διάκριση των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων της πίστεως μας μεταξύ ελληνικότητας, που γίνεται δεκτή ως παιδευτικό αγαθό -και αυτό εκλεκτικά- και ελληνικής μεταφυσικής σκέψης, που απορρίπτεται, διότι βρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την χριστιανική Θεολογία και την ποιμαντική τους.
Οι Τρεις Ιεράρχες, όπως όλοι οι Πατέρες και Διδάσκαλοι του εκκλησιαστικού σώματος, συγκλίνουν σε μιαν ενιαία στάση απέναντι στην αρχαία σοφία. Την αποτιμούν θετικά ως ένα σημείο, όταν την προσεγγίζουν «αυτοτελώς», ως ιστορικό μέγεθος, που ενσαρκώνει τη λυτρωτική αναζήτηση του ελληνικού πνεύματος. Πουθενά όμως δεν φθάνουν σε σημείο οι Πατέρες μας να αποδώσουν σωτηριολογικό χαρακτήρα στην θύραθεν σοφία. Αντίθετα είναι απέναντι της απορριπτικοί, όταν οι δύο σοφίες προσεγγίζονται συγκριτικά. Στην περίπτωση αυτή η θύραθεν σοφία κρίνεται ως αδύναμη να συμβάλει στην χαρισματική μεταμόρφωση και πνευματική αλλοίωση του εν Χριστώ ανθρώπου. Άλλωστε το ανθρωπολογικό πρότυπο της πατερικής χριστιανικότητας δεν είναι ο «καλός καγαθός» άν­θρωπος, αλλά ο κατά χάρη θεός, ο Άγιος. Εξάλλου, από το έργο τους προκύπτει ότι και η χρήση τη φιλοσοφικής μεθόδου στη θεολόγηση συνιστά ουσιαστικό κίνδυνο, εφόσον η Θεολογία των Αγίων (ως περιεχόμενο και όχι ως διατύπωση) δεν είναι υπόθεση διανοητική, αλλά φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι κοσμολογικές αρχές των Ελλήνων φιλοσόφων (αιωνιότητα και ανακύκληση του κόσμου, δημιουργία εξ αναγκαιότητος κ.λπ.), ως και οι ανθρωπολογικές (στα θέματα λ.χ. της ελευθερίας και αθανασίας του ανθρώπου και κυρίως στην έννοια του προσώπου) έμειναν τελείως ξένες σ’ αυτό που ονομάζεται χριστιανική Ορθοδοξία. Στην θεολόγησή τους οι Άγιοι δεν είναι ούτε πλατωνικοί, ούτε αριστοτελικοί, ούτε νεο­πλατωνικοί, αλλά συνεχίζουν την προφητική και καινοδιαθηκική παράδοση. Γι’ αυτό ταυτίζονται με τον Απόστολο Παύλο και την στάση του απέναντι στην «σοφίαν του κόσμου τούτου».
Ο Θεός των φιλοσόφων και της φιλοσοφίας ουδεμία έχει σχέση με τον Θεό των Αγίων μας. Στην διαδικασία της πνευματικής προόδου, που οδηγεί στην «θέα του Θεού», η σοφία του κόσμου τούτου αποδεικνύεται περιττή. Άλλωστε, χριστιανικά η σωτηρία δεν είναι υπόθεση μόνο των σοφών και εγγραμμάτων, αλλά κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από την παιδεία και τις γνώσεις του. Δεν είναι, συνεπώς, περίεργο, ότι στην πίστη μας Μέγας ονομάζεται ο πανεπιστήμονας Βασίλειος, αλλά και ο τελείως απαίδευτος, κατά κόσμο, Αντώνιος, κάτοχος όμως εξίσου με τον Μέγα Βασίλειο της θείας σοφίας.
Οι Πατέρες, που απέκτησαν σχολική παιδεία, γνωρίζουν την ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά δεν θέλουν να είναι φιλόσοφοι, ούτε υποδουλώνονται στην φιλοσοφία, όπως οι αιρετικοί, συμφύροντας την Θεολογία τους με τις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες. Οι Πατέρες, ως Άγιοι, εντάσσονται ολόκληροι στο σώμα του Χριστού, «βαπτίζοντας» σ’ αυτό όλη την ύπαρξή τους, επιτυγχάνοντας δηλαδή, τον θάνατο και την εν Χριστώ ανάστασή τους. Οι Πατέρες μένουν ανεπηρέαστοι από τη φιλοσοφία, ακόμη και όταν, λόγω της παιδείας τους, χρησιμοποιούν γλώσσα φιλοσοφική στην θεολογία τους, που και αυτή «βαπτίζεται» στην θεία αποκάλυψη και ανανοηματοδοτείται. Αυτό αποσαφηνίζει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, συνεχιστής της ταυτότητας και παράδοσης των Τριών Ιεραρχών. «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλά έπη των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».
Η στάση, λοιπόν, των Τριών Ιεραρχών έναντι της φιλοσοφίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εχθρική ή πολύ περισσότερο ανθελληνική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σε στιγμές συναισθηματικής έξαρσης θα ομολογήσει, τί τον συνδέει, ως Χριστιανό Έλληνα, με την ‘Ελλάδα:
«Ελλάς εμή, νεότης φίλη, και όσσα πέπασμαι,
και δέμας, ως Χριστώ είξατε προφρονέως»!
Δηλαδή, «Ελλάδα μου και νιότη αγαπητή, κι όλα όσα απέκτησα και σώμα. Πόσο πρόθυμα δοθήκατε στον Χριστό! Η “Ελλάδα, που δέχεται και τιμά ο Γρηγόριος,  είναι η Ελλάδα, που μαζί με όλα τα συστατικά της υπάρξεώς του, αυτοπροσφέρθηκαν στον Χριστό, ως ενσαρκη Πα­ναλήθεια. Αυτό ισχύει και για τους άλλους Πατέρες.
Στη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού οι άγιοι Πατέρες δίνουν την προτεραιότητα στην Ορθοδοξία με όλο το λυτρωτικό περιεχόμενό της, ώστε να αποφεύγεται κάθε νόθη συζυγία, όπως είναι η αίρεση. Η Ορθοδοξία διά των αγίων Πατέρων προσέλαβε τον Ελληνισμό χωρίς να υποδουλωθεί στο πρόσλημμα, αφελληνίζοντας μόνο τα στοιχεία εκείνα, που ήταν ανάγκη να αφελληνισθούν και να απομυθευθούν, ως μη προσλήψιμα. Έξω από την Ορθοδοξία έμεινε ο παγανιστικός (νόθος) ελληνισμός, ως πτώση-αμαρτία. Ο ελληνισμός, ως παιδεία, δεν απορρίπτεται. Αποκρούεται μόνον η εκφιλοσόφηση της πίστεως και απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσεως, διακηρύσσεται δε, η αδυναμία της ανθρώπινης γνώσεως να οδηγήσει στην θεογνωσία, ως σωτηρία.
Ο Χριστιανισμός των Πατέρων έδωσε οριστική απάντηση στη λυτρωτική ζήτηση του Ελληνισμού, ανανοηματοδοτώντας την ιστορική πορεία του και καταξιώνοντάς τον σε ιστορική του σάρκα. Κατά τον πατερικότατο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, «ο Ελληνισμός… διαμελίσθηκε από την μάχαιρα του Πνεύματος, πολώθηκε και διαιρέθηκε κι ένας “χριστιανικός ελληνισμός” δημιουργήθηκε». Ο ελληνισμός «ολοκληρώθηκε μέσα στην Εκκλησία» και με τη νέα ταυτότητά του ως Ελληνορθοδοξία -ή καλύτερα Ορθοδοξία- δοξάσθηκε και μεγαλούργησε στην κατοπινή του πορεία, ως αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως.[…]
(Πηγή: π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, «Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης», εκδ. Αρμός (απόσπασμα από το άρθρο: Η εορτή των τριών Ιεραρχών και η “σύνθεση” Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας, σ. 315-321.)

Οι Τρεις Ιεράρχες — Οι ασυμβίβαστοι


Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της αγιότητος και καλούσαν τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.
Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων.
Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντάς τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεώς μας και διαφωτίζοντάς τους για τα μεγάλα θέματα, που απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Καθόρισαν συστηματικά την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.
Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα οποία ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις μέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράματά τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετελέσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος»(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β’ σελ. 1, 6).
Πολύ εύστοχα ελέχθη γι’ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».
Άγ. Βασίλειος ο Μέγας & Γρηγόριος ο ΘεολόγοςΒασικό στοιχείο της αγιότητος και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχών και πίστεως. Δε σκέφτηκαν ποτέ εάν αντίπαλοί τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.
Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «ὅταν Θεός ᾖ τό κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Να τα πεις και να τ’ ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (PG 36, 561).
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινούπολης, που τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επισκόπου αμφισβήτησαν την εκλογή του, παρητήθη αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παρητήθη και από την προεδρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του. Δεν γνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμά του ήταν όπως έγραφε, το «μή παρασυρῆναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (PG 37, 32-33).
Άγ. Ιωάννης ΧρυσόστομοςΚαι ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι οποίοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν εδίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα  για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στην ομιλία, που εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γἀρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει» (PG 52, 427).
Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε την Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.